κρείων
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A ruler, lord, master, Ep. word, used in Il. mostly of kings and chiefs, esp. of Agamemnon, 1.130, al. (Com. in parody, of Diomedes, Cratin.68); of gods, ὕπατε κρειόντων, of Zeus, Il.8.31, etc.; of Poseidon, εὐρὺ κ. ἐνοσίχθων 11.751; as an honorary epithet, κ. Ἐτεωνεύς, of a squire of Menelaus, Od.4.22:—so fem. κρείουσα (once in Hom.), κρείουσα γυναικῶν, of a concubine of Priam, Il.22.48; Ἀντιόπη κ. queen Antiope, Hes.Fr.110.6, cf. Call. Del.219; Dor. κρείοισα Theoc.17.132:—after Hom. in the form κρέων, Pi.P.8.99, N.3.10, 7.45; of Zeus, A.Supp.574 (lyr.):—fem. κρέουσα, B.3.1: hence pr. n. Κρέων, Κρέουσα. (A participial form (κρείειν γὰρ τὸ ἄρχειν ἔλεγον οἱ παλαιοί Artem.2.12): κρείων may be due to metrical lengthening or represent Κρήων.)
Greek (Liddell-Scott)
κρείων: -οντος, ὁ, κυβερνήτης, ἄρχων, δεσπότης, κύριος, Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ἐπὶ βασιλέων καὶ ἡγεμόνων, ἰδίως δὲ τοῦ Ἀγαμέμνονος· ὡσαύτως ἐπὶ θεῶν, ὕπατε κρειόντων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Θ. 31, κτλ.· καὶ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, πρβλ. εὐρυκρείων· ― ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Δ. 22, ὁ Ἐτεωνεύς, θεράπων τοῦ Μενελάου, καλεῖται κρείων, εἴτε ὡς ὁ ἀρχηγὸς τῶν θεραπόντων, εἴτε χάριν τιμῆς, ὡς ἦν ἐν χρήσει καὶ ἡ λέξις ἥρως· ― οὕτω τὸ θηλ. κρείουσα (ἅπαξ παρ’ Ὁμ.), κρείουσα γυναικῶν, ἐπὶ παλλακῆς τινος τοῦ Πριάμου, ἔνθα ὡσαύτως κεῖται ὡς γενικὴ προσωνυμία τιμητική, Ἰλ. Χ. 48· ὡσαύτως, Ἀντιόπη κρ., ἡ βασίλισσα Ἀντιόπη, Ἡσ. Ἀποσπ. 48 Göttl., πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 219· ― μεθ’ Ὁμ. ἐν τῷ τύπῳ κρέων, Πινδ. Π. 8. 143, Ν. 3. 17., 7. 66, Αἰσχύλ. Ἱππ. 574· ἐντεῦθεν τὸ κύρ. ὄνομα Κρέων. (Ἴδε ἐν λ. κραίνω. Ρῆμα κρέω ἢ κρείω οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ.)
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
1 maître, chef;
2 homme de naissance noble.
Étymologie: cf. κράτος.