ἀνεπιστήμων

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιστήμων Medium diacritics: ἀνεπιστήμων Low diacritics: ανεπιστήμων Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Transliteration A: anepistḗmōn Transliteration B: anepistēmōn Transliteration C: anepistimon Beta Code: a)nepisth/mwn

English (LSJ)

Dor. -άμων Archyt.3, ον, gen. ονος,

   A ignorant, unskilful, Hdt.9.62, Th.7.67, etc.; νῆες ἀνεπιστήμονες ships with unskilful crews, opp. ἔμπειροι, Id.2.89: so μηδὲν ἀ. ἐᾶν leave no part untrained, Pl.Lg.795c; ἀ. τινός or περί τινος unskilled in a thing, Hp.VM1, Pl.Prt.350b, Tht.202c: c. inf., not knowing how to do a thing, X.Mem.2.3.7: foll. by relat., ἀ. ὅτι .. not knowing that... Th.5.111; ἀ. ὅπῃ τράπωνται Id.3.112. Adv. -μόνως Pl.Lg.636e, X. Cyn.3.11, etc.    II without knowledge, unintelligent, Pl.R.350b, etc.; ἡ δ' ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς ἑτέρης less intelligent, Hdt.2.21.

German (Pape)

[Seite 225] ον, unwissend, Her. 9, 62; Thuc. 5, 111; ναῦς, den ἔμπειροι u. ἄμεινον πλέουσαι entgeggstzt, 2, 89; öfter Plat., τινός. Prot. 350 b; περί τινος, Theaet. 202 c; ὁδός, unwissenschaftlich, Her. 2, 21; mit dem inf., Xen. Mem. 2, 3, 7. – Adv., ἀνεπιστημόνως ζῆν Plat. Legg. I, 636 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστήμων: -ον, γεν, ονος, ὁ μὴ ἐπιστάμενος, ἀμαθής, ἄπειρος, ἀνεπιτήδειος, Ἡρόδ. 9. 62, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, καὶ ἀνεπιστήμονες ἔτι ὄντες, καίτοι ἄπειροι ἔτι ὄντες, Θουκ. 7. 67, κτλ.· ὁρῶ γὰρ ὅτι πρὸς πολλὰς ναῦς ἀνεπιστήμονας ὀλίγαις ναυσὶν ἐμπείροις ... ἡ στενοχωρία οὐ ξυμφέρει, διότι βλέπω, ὅτι δὲν συμφέρει νὰ ναυμαχήσῃ τις εἰς μέρος στενόχωρον μὲ ὀλίγα πλοῖα, καίπερ ἔχοντα ἐξησκημένα πληρώματα, πρὸς πολλὰ μὲ πληρώματα μὴ ἐξησκημένα, ὁ αὐτ. 2. 89· οὕτω περὶ μελῶν τοῦ σώματος, μηδὲν ἀργὸν τούτων μηδὲ ἀνεπιστῆμον ἐᾶν εἶναι, μηδὲν ἐᾶν ἀγύμναστον, Πλάτ. Νόμ. 795C: - ἀνεπιστήμων τινὸς ἢ περί τινος, ἄπειρος, μὴ ἔχων ἐμπειρίαν πράγματός τινος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 350Β, Θεαίτ. 202C: - ἀνεπ- μετ’ ἀπαρεμ., ὁ μὴ ἐπιστάμενος χρῆσθαί τινι, ἀδαής, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 7: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, οὐκ ἀνεπιστήμοσιν ὅτι = ἐπισταμένοις ὅτι, Θουκ. 5.111· ἀπείρων καὶ ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται, καὶ μὴ εἰδότων, ὁ αὐτ. 3. 112: - Ἐπίρρ. -μόνως Πλάτ. Νόμ. 636Ε, Ξεν. Κυν. 3, 11. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἐπιστημονικῆς μορφώσεως, Πλάτ. Πολ. 350Β, κτλ.· ἡ δ’ ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης, ἀλογωτέρα, Ἡρόδ. 2. 21.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
ignorant, malhabile ; en parl. de choses νῆες ἀνεπιστήμονες THC navires avec des équipages mal exercés.
Étymologie: ἀ, ἐπιστήμων.