ἀριστερός

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστερός Medium diacritics: ἀριστερός Low diacritics: αριστερός Capitals: ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: aristerós Transliteration B: aristeros Transliteration C: aristeros Beta Code: a)ristero/s

English (LSJ)

[ᾰ], ά, όν,

   A left, on the left, ἐπ' ἀριστερά towards, i.e. on, the left, Il.2.526, al.; ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277; ἐπ' ἀ. χειρῶν A.R. 2.1266; ἐξἀριστερῶν Hp.Epid.2.4.1; ἐν τοῖσι ἀριστεροῖσι ibid.    2 ἀριστερά (with or without χείρ), ἡ, left hand, ἐξ ἀριστερῆς χειρός on the left hand, Hdt.2.30; simply ἀριστερῆς χ. Id.4.34; ἐξ ἀριστερᾶς S.Ph.20, Pl.Ti.72c, etc.; οὑξ ἀριστερᾶς . . ναός S.El.7; ἐς ἀριστερὴν χεῖρα ἤιε, ἐν ἀριστερῇ ἔχειν, Hdt.7.42.    3 metaph., boding ill, ominous, because to a Greek, looking northward, unlucky signs came from the left, ἀ. ἤλυθεν ὄρνις Od.20.242.    4 awkward, erring, φρενόθεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας turnedst to the leftward of thy mind, S.Aj. 182 (lyr.); ἐπ' ἀριστερὰ εἴληφας τὸ πρᾶγμα in a sinister sense, Com.Adesp.22.67 D.; τῷ ἀριστερῷ δέχεσθαι [λόγους] Plu.2.378b. (Prop. 'better', cf. ἄριστος; euphemism (cf. εὐώνυμος) to avoid ill-luck.)

German (Pape)

[Seite 351] ά, όν, links, eigentl. compar. zu ἄριστος, wobei ἄριστος nicht in der Bed. des superl. zu fassen, sondern als positiv., »gut«, so daß also ἀριστερός eigentl. »besser« heißt; im Gebrauch erscheint aber ἀριστερός nur als euphemistische Bezeichnung der linken Seite, welche nämlich dem Griechen als die unglückliche galt; ähnlich εὐώνυμος. Die Beschränkung des Gebrauchs von ἀριστερός auf diesen einen Fall wird angedeutet durch die Versetzg des Accents; denn ursprüngl. muß das Wort Proparoxytonon gewesen sein. Hom. öfters ἐπ'ἀριστερά, außerdem ἀριστερός Iliad. 23, 338 Od. 20, 242, ἀριστερόν masc. Iliad. 5, 16. 660. 11, 321. 16, 106. 478, ἀριστερόφιν Iliad. 13, 309; ἀρ. μαζόν Iliad. 11, 321, μηρόν 5, 660, ὦμον 5, 16; ἵππος ἀρ. Iliad. 23, 338; αὐτὴν ἐπ' ἀριστέρ' ἔχοντες, zur Linken, Od. 3, 171; τὴν ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα 5, 277; Βοιωτῶν ἐπ' ἀριστερά, links von den Böotern, Iliad. 2, 526; μάχης ἐπ' ἀριστερά, auf der linken Seite des Schlachtfeldes, 11, 498; νηῶν ἐπ' ἀριστερά 12, 118; νῶιν δ' ὧδ' ἐπ' ἀριστέρ' ἔχε στρατοῦ 13, 326; ἦ ἐπὶ δεξιόφιν στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ' ἀριστερόφιν 13, 309; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7, 238; αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις, αἰετὸς ὑψιπέτης, ein Unglück bedeutender Vogel, Od. 20, 242; αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων Iliad. 12, 201. 219; οἰωνοῖσι κελεύεις πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ' οὐδ' ἀλεγίζω, εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Iliad. 12, 240, vgl. Lehrs Aristarch. p. 177; – ἐξ ἀριστερᾶς Soph. Phil. 20 El. 7; Plat. Tim. 72 c; ἐν τῇ ἀριστερᾷ Phaedr. 228 d u. sonst, zur Linken; τὸ ἐπ' ἀριστερὰ μέρος Plat. Phaedr. 266 a; ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιά Plat. Tim. 77 e; φρενόθεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας Soph. Ai. 183, du wichest links hin, vom Rechten ab; dah. linkisch, ungeschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστερός: -ά, -όν, ἀριστερός, εἰς τὰ ἀριστερά, Λατ. sinister, ἐπ’ ἀριστερά, πρὸς τὰ ἀριστερά, Ἰλ. Β. 526. κ. ἀλλ.· ἐπ’ ἀριστερὰ χειρὸς Ὀδ. Ε. 277· ἐπ’ ἀρ. χειρῶν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1266· παρ’ ἀριστερὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17, 151, 3156. 2) ἀριστερὰ (μετὰἄνευ τοῦ χείρ), ἡ, ἡ ἀριστερὰ χείρ, ἐξ ἀριστερῆς χειρός, «ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν χέρι», Ἡρόδ. 2. 30· ἢ ἀπλῶς, ἀριστερῆς χ. ὁ αὐτ. 4. 34: οὕτως, ἐξ ἀριστερᾶς Σοφ. Φ. 20, Πλάτ., κλ.· οὑξ ἁριστερᾶς .. ναὸς Σοφ. Ἠλ. 7· ἐς ἀριστερήν, ἐν ἀριστερῇ Ἡρόδ. 7. 42. 3) μεταφορ., προμηνύων κακόν, δυσοίωνος, διότι εἰς ἀρχαῖον Ἕλληνα οἰωνοσκόπον βλέποντα πρὸς βορρᾶν οἱ δυσμικοὶ ἢ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις Ὀδ. Υ. 242, κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ διαγωγῆς ἀτόπου, πεπλανημένης, ἄφρονος, παρεκτρεπομένης τοῦ ὀρθοῦ, φρενόθεν ἐπ’ ἀριστερὰ .. ἔβας, ἐξέκλινες πρὸς τὰ ἀριστερὰ τῶν φρενῶν σου, Σοφ. Αἴ. 183. -Πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸ ἐπαρίστερος. (Ὁ Λήψιος παρὰ Δοναλδσῶνι ἐν Νέῳ Κρατύλῳ 203 σχετίζει τὸ ἀριστερὸς πρὸς τὸ Λατ. si-nist-er.)

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
I. situé à gauche : ἐπ’ ἀριστερὰ χειρός OD, ἐπ’ ἀριστερά IL, ATT à gauche, du côté gauche ; ἡ ἀριστερά (χείρ) la main gauche, le côté gauche ; ἐξ ἀριστερᾶς SOPH, ἐν ἀριστερῇ HDT vers la gauche;
II. p. suite :
1 qui est hors du droit chemin : ἐπ’ ἀριστερά SOPH hors du droit chemin, de la droite raison;
2 sinistre, de mauvais augure.
Étymologie: ἄριστος, par euphém.