πλωτικός
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ή, όν,
A seafaring, Pl.Ax.368b, Phld.Rh.1.342 S., Plu.2.27b, etc.; π. ἄνθρωτοι shipowners, Id.Cat.Mi.61.
German (Pape)
[Seite 639] zur Schifffahrt, zum Schiffen, Schwimmen gehörig, geeignet, geschickt, οἱ πλ., Seeleute; Plat. Ax. 368 b; Plut. Symp. 2, 1, 2 Cat. min. 61 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλωτικός: -ή, -όν, πεπειραμένος τὰ κατὰ τὸν πλοῦν, ναύτης, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β, Πλούτ. 2. 27Β, κτλ.· ὡσαύτως ναύκληρος, κύριος τοῦ πλοίου, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui s’adonne à la navigation : οἱ πλωτικοί les gens de mer ; ὁ πλωτικός armateur, propriétaire de navire.
Étymologie: πλώω.