λαβύρινθος

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰβύρινθος Medium diacritics: λαβύρινθος Low diacritics: λαβύρινθος Capitals: ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ
Transliteration A: labýrinthos Transliteration B: labyrinthos Transliteration C: lavyrinthos Beta Code: labu/rinqos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A labyrinth or maze, a large building consisting of numerous halls connected by intricate and tortuous passages: in Egypt, Hdt.2.148, cf. Str.17.1.37; in Crete, Call.Del.311, D.S.1.61: pl., σπήλαια καὶ ἐν αὐτοῖς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι Str.8.6.2; name of a building at Rome, IG14.1093; also at Miletus, Milet.7.56, Supp.Epigr.4.446 (iii/ii B. C., pl.).    2 prov. of tortuous questions or arguments, ὥσπερ εἰς λ. ἐμπεσόντες, οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι περικάμψαντες πάλιν ὥσπερ ἐν ἀρχῇ . . ἀνεφάνημεν ὄντες Pl.Euthd.291b; λαβυρίνθων σκολιώτερα D.H.Th.40; λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι Luc.Bis Acc.21; λόγων λαβύρινθοι Id.Icar.29; of ant-hills, Gal.UP1.3; of the rete mirabile Galeni, Id.5.608; of Lycophron's poem. AP9.191; as name of a philosopher, Luc.Symp.6.    II any wreathed or coiled up body, εἰνάλιος λ. the twisted sea-snail, AP6.224 (Theodorid.); ἐκ σχοίνων λ. bow-net of rushes, Theoc.21.11.

German (Pape)

[Seite 2] (s. nom. pr.), ὁ, nach den berühmten Gebäuden Aegyptens u. Kreta's werden übh. vielfach verschlungene Irrgänge so genannt, bes. auch übertr. auf Reden u. Untersuchungen, ὥςπερ εἰς λαβύρινθον ἐμπεσόντες οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι, περικάμψαντες πάλιν ὥςπερ ἐν ἀρχῇ τῆς ζητήσεως ἀνεφάνημεν ὄντες, Plat. Euthyd. 291 b; ἀποκρινόμενον λαβυρίνθου σκολιώτερα, verschlungener, d. i. schwer zu verstehen, D. Hal. iud. Thuc. 40; vgl. Luc. bis accus. 21; ἀγκύλους λόγους καὶ λαβυρίνθοις ὁμοίους, Icaromen. 29; dah. Beiname eines Philosophen, conv. 6; u. das dunkle Gedicht des Lykophron heißt πολύγναμπτοι λαβύρινθοι, Ep. ad. 564 (IX, 191); – εἰνάλιος λαβ. ist die vielfach gewundene Meerschnecke, Theodorid. 2 (VI, 224). – Auch Fischerreuse, ἐκ σχοίνων λαβ., Theocr. 21, 11.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰβύρινθος: [ῠ], ὁ, μέγα οἰκοδόμημα συνιστάμενον ἐκ πολλῶν αἰθουσῶν, συγκοινωνοῦν διὰ πολυπλόκων καὶ σκολιῶν διόδων· ὁ πρῶτος λαβύρινθος ἦτο ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 148, πρβλ. Στράβ. 811· καθ’ ὃν ᾠκοδομήθη ὁ ἐν Κρήτῃ, Διόδ. 1. 61, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 311, Πλίν. 2) Παροιμ., ἐπὶ σκολιῶν ζητημάτων καὶ συλλογισμῶν δυσνοήτων, ὥσπερ εἰς λ. ἐμπεσόντες, οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι, ἀνακάμψαντες ὥσπερ ἐν ἀρχῇ... ἀνεφάνημεν ὄντες Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· λαβυρίνθων σκολιώτερα Διόδ. Ἁλ. π. Θουκ. 40· λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21· λόγων λαβύρινθοι ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρ. 29· ἐπὶ τῶν ποιημάτων τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· ὡς ὄνομα φιλοσόφου, Λουκ. Συμπ. 6 ΙΙ. πᾶν σῶμα συνεστραμμένον ἢ συνεσπειραμένον, εἰνάλιος λαβ., ὁ συνεστραμμένος θαλάσσιος κοχλίας, Ἀνθ. Π. 6. 224· ἐκ σχοινίων λαβ., δίκτυον, Θεόκρ. 21. 11. (Ἴσως συγγενὲς τῷ λαύρα· - ἡ κατάληξις ἀπαντᾷ καὶ ἐν τοῖς μήρινθος, ὑάκινθος, κτλ.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. labyrinthe, construction remplie de détours ; en gén. lieu rempli de détours ; fig. rempli de détours en parl. de discours, d’une danse, etc.
II. objet se repliant sur soi-même, particul.
1 λαβύρινθος εἰνάλιος coquillage marin;
2 λαβύρινθος ἐκ σχοίνων nasse de pêcheur faite de joncs.
Étymologie: DELG myc. da-pu-ri-to, mais sans autre explication ; traditionnellement expliqué comme la « maison de la double hache » λάβρυς.