ἀτιμάζω

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμάζω Medium diacritics: ἀτιμάζω Low diacritics: ατιμάζω Capitals: ΑΤΙΜΑΖΩ
Transliteration A: atimázō Transliteration B: atimazō Transliteration C: atimazo Beta Code: a)tima/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσω A.Eu.917 (lyr.), Pl.R.465a, etc.: aor. ἠτίμασα S.OC49, Pl.Euthd.292e, etc.: pf. ἠτίμακα And.4.31, Pl.Plt. 266d:—Pass., pf. ἠτίμασμαι E.Med.20, Pl.Smp.219d, Ephor.Fr. 3.21B.: aor. ἠτιμάσθην Pi.Fr.123.5, Pl.Lg.931b: fut. ἀτιμασθήσομαι A.Ag.1068, S.OT1081: (ἄτιμος):—hold in no honour, esteem lightly, c. acc., once in Il.9.450 ἀτιμάζεσκε δ' ἄκοιτιν; freq. in Od., τούσδε γ' ἀτιμάζει κατὰ δῆμον 6.283; οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν 21.332, cf. 427; ἀ. τοκῆας Thgn.821: freq. in Trag., A.Th.1023, Eu.712, 917, al.; μή μ' ἀτιμάσας γένῃ Phryn. Trag.20 ( = Id.Com.80), cf. D. 40.26, etc.; ἀ. καὶ κολάζειν, opp. ἐπαινεῖν καὶ τιμᾶν, X.Cyr.1.6.20; τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἀ. Pl.Phd.107b, al.; bring dishonour upon, τὴν πόλιν And.4.31: c. acc. cogn., ἔπη ἃ ἀτιμάζεις πόλιν the words thou speakest in dishonour of the city, S.OT340:—Pass., suffer dishonour, insult, etc., πρός τινος Pi.Fr.123.5, Hdt.1.61; τινί S.Aj.1342; οὐκ ἀτιμασθήσομαι Id.OT1081, cf. D.21.74; τῷ γεγενημένῳ put to shame by... Lys.2.27: c. neut. pl., ἀνάξι' ἠτιμασμένη E.IA943.    2 c. gen. rei, treat as unworthy of, μηδ' ἀτιμάσῃς λόγου (sc. ἐμέ) A.Pr. 783; μή μ' ἀτιμάσῃς ὧν σε προστρέπω φράσαι, = τούτων ἅ σε πρ. φρ., S.OC49, cf. Ant.22.    3 c. inf., ὦ θάνατε Παιάν, μή μ' ἀτιμάσῃς μολεῖν do not deem me unworthy of thy visit, A.Fr.255.1; μήτοι μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν σὺν σοί deem me not unworthy to die, S.Ant. 544; but also οὐκ ἀτιμάσω θεοὺς προσειπεῖν will not disdain to... E. HF608, cf. Pl.La.182c.    II in legal sense, disfranchise, ὑπὸ τῆς πόλεως ἠτιμασμένος Ephor. l.c.; at Rome, of the Censors, punish with ignominia, D.C.38.13.

German (Pape)

[Seite 386] nicht in Ehren halten, verächtlich behandeln, Il. 9, 450, u. öfter in Od.; Pind. frg. 88 ἀτιμασθεὶς προς Ἀφροδίτας; Her. 1, 61; oft bei Tragg.; τινά τινος, einer Sache für unwerth halten, Soph. Ant. 22 (ein doppelter acc. scheinbar O. R. 341 ἔπη κλύων, ἃ νῦν συ τήνδ' ἀτιμάζεις πόλιν); c. inf., μή μ' ἀτιμάσῃς φράσαι, halte mich nicht für unwürdig, es mir zu sagen, Soph. O. C. 49; vgl. Eur. Herc. fur. 609; Soph. Ant. 540 μήτοι μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν σὺν σοί, halte mich nicht für unwürdig, mit dir zu sterben. Auch Plat., ἠτίμακα Polit. 266 d; ἀτιμαζόμενοι ζῶσιν Xen. Mem. 4, 2. 29; c. inf., Plat. Lach. 182 c μὴ ἀτιμάσωμεν εἰπεῖν. – Bei Xen. Cyr. 1, 6, 20 = ἀτιμόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμάζω: μέλλ. -άσω καὶ ἀόρ. ἠτίμασα, Τραγ., Πλάτ., κτλ.: πρκμ. ἠτίμακα Πλάτ. Πολιτικ. 266D: - Παθ., πρκμ. ἠτίμασμαι, Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἠτιμάσθην Πινδ. Ἀποσπ. 100, Πλάτ.: μέλλ. ἀτιμασθήσομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, Σοφ. Ο. Τ. 1081. (ἄτιμος). Δὲν τιμῶ, δὲν ἔχω ἐν τιμῇ, καταφρονῶ, δεικνύω καταφρόνησιν, μετ’ αἰτ., ὁ Ὅμ. ἅπαξ ἐν Ἰλ. (Ι. 450, ἀτιμάζεσκε δ’ ἄκοιτιν), συχνάκις ἐν Ὀδ., τούσδε γ’ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον Ζ. 283· οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν Φ. 332, πρβλ. 427· οὕτω, ἀτ. τοκῆας Θέογν. 821· συχνάκις ὡσαύτως παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 1018, Εὐμ. 712, 917, κ. ἀλλ.· μή μ’ ἀτιμάσας γένῃ Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 10· συχνὸν ὡσαύτως παρὰ Πλάτ., τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἀτ. Φαίδων 107A, κ. ἀλλ.: - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σοφ. Αἴ. 1342: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἔπη… ἃ νῦν σὺ τήνδ’ ἀτιμάζεις πόλιν; δι’ ὧν νῦν σὺ ἀτιμάζεις ταύτην τὴν πόλιν; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 340: - Παθ., ὑποφέρω ἀτιμίαν, ὄνειδος, προσβολήν, ἀτιμάζομαι, πρός τινος Πινδ. Ἀποσπ. 89. 7, Ἡρόδ. 1. 61· οὐκ ἀτιμασθήσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1081· μετ’ οὐδ. πληθ., ἀνάξι’ ἠτιμασμένη Εὐρ. Ι. Α. 943, πρβλ. Δημ. 538. 24. 2) μετὰ γεν. πράγμ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἀνάξιόν τινος, μή μ’ ἀτιμάσῃς λόγου Αἰσχὐλ. Πρ. 783· μή μ’ ἀτιμάσῃς... ὧν σε προστρέπω φράσαι = τούτων ἅ σε πρ. φρ., Σοφ. Ο. Κ. 49, πρβλ. Ἀντ. 22 3) μετ’ ἀπαρεμ., ὦ θάνατε παιάν, μή μ’ ἀτιμάσῃς μολεῖν, μή με θεωρήσῃς ἀνάξιον τῆς ἐπισκέψεώς σου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244: πληρέστερον, μήτοι, κασιγνήτη, μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ’ ἁγνίσαι, μή, ἀδελφή μου, μή με θεωρήσῃς ἀναξίαν νὰ συναποθάνω μετὰ σοῦ καὶ τὸν ἀποθανόντα νὰ ἁγνίσω, Σοφ. Ἀντ. 544· ἀλλ’ ὡσαύτως, οὐκ ἀτιμάσω θεοὺς προσειπεῖν, οὐκ ἀτιμάσω θεούς, ὥστε μὴ προσειπεῖν αὐτούς, δὲν θὰ ὀλιγωρήσω νὰ προσενέγκω αὐτοῖς τὰς πρεπούσας τιμάς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 608, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 182C. ΙΙ. = ἀτιμόω, ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20, πρβλ. Θουκ. 3. 42, ἔνθα ἀπὸ τῆς μιᾶς σημασίας γίνεται μετάπτωσις εἰς τὴν ἄλλην, Δίων Κ. 38. 13. - Πρὸ πάντων παρὰ ποιηταῖς· πρβλ. ἀτιμάω, -όω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀτιμάσω, ao. ἠτίμασα, pf. ἠτίμακα;
Pass. f. ἀτιμασθήσομαι, ao. ἠτιμάσθην, pf. ἠτίμασμαι;
I. 1 déshonorer, acc.;
2 frapper d’une peine infamante;
II. mépriser, traiter avec dédain, acc. ; avec double acc. ἔπη ἃ ἀτιμάζεις πόλιν SOPH les paroles méprisantes que tu prononces sur la cité;
III. juger indigne : τινά τινος qqn de qch ; μή μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν σύν σοι SOPH ne me juge pas indigne de mourir avec toi.
Étymologie: ἄτιμος.