γραμμή

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμή Medium diacritics: γραμμή Low diacritics: γραμμή Capitals: ΓΡΑΜΜΗ
Transliteration A: grammḗ Transliteration B: grammē Transliteration C: grammi Beta Code: grammh/

English (LSJ)

ἡ, (γράφω)

   A stroke or line of a pen, line, as in mathematical figures, γραμμῆς λόγος ὁ τῶν δύο Pythagorei ap.Arist. Metaph. 1036b12, cf. Pl.Men.82c, R.509d, etc.; περὶ ἀλόγων γ. title of work by Democritus, περὶ ἀτόμων γ., title of work ascribed to Arist.: hence γραμμαί, αἱ, astronomy, AP9.344 (Leon.); also in forming letters, line traced by teacher, Pl.Prt.326d; outline, opp. σκιά, Metop. ap. Stob.3.1.116, cf. Plb.2.14.8; ἡ ἐκτὸς γ. Hero Aut.27.2.    II = βαλβίς, line across the course, starting- or winning-point, Pi.P.9.118, cf. Ar.Ach.483; εὐθὺς ἀπὸ γ. Lib.Or.59.13: metaph. of life, πέλας γραμμῆς ἱκέσθαι E.El.956; ἐπ' ἄκραν ἥκομεν γ. κακῶν Id.Fr.169; ἡ ἐσχάτη τοῦ βίου γ. D.S.17.118: hence, boundary-line, edge, dub. l. in Hp.Art.80; cutting edge of a knife, Gal.2.673.    III line or square on a chequer-board: hence prov., τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον to move a piece from this line, i. e. try one's last chance, Theoc. 6.18 (usu. called ἡ ἱερά (sc. γραμμή), cf. ἱερός) ; αἱ γ. the board itself, Poll.9.99.    2 διὰ γραμμῆς παίζειν to play at tug-of-war (διελκυστίνδα), Pl.Com.153.1, Pl.Tht.181a.    IV ἡ μακρά (sc. γραμμή), v. τιμάω 111.1.    V Medic., linea alba, Gal.2.514.    2 = ζέα, Hippiatr.1.

German (Pape)

[Seite 504] ἡ, 1) Linie, Strich, Plat. Prot. 326 d; bes. im mathemat. Sinne, z. B. Meno, Euclid.; Umriß einer Zeichnung, Pol. 2, 14, 8; Luc. Imag. 3; πάσαις ταῖς γραμμαῖς ἀπηκριβωμένη εἰκών 16; vgl. Plut. aud. poet. 2. – 2) der Strich, der den Anfang u. das Ende der Rennbahn bezeichnete, Schol. Pind. P. 9, 122, der das Sprichwort μὴ κίνει γραμμήν darauf zurückführt; also die Schranken, Ar. Ach. 483; das Ziel, das Ende, Pind. P. 9, 122; πρὶν ἂν πέλας γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψῃ βίου Eur. El. 955; ἀπὸ γραμμῆς, = ἀπ' ἀρχῆς, B. A. 426. – 3) αἱ γραμμαί, das mit Linien bezeichnete Spielbrett, πεσσός Poll. 9, 98; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theocr. 6, 18 bezieht sich auf das unter ἱερός aufgeführte Sprichwort; s. auch διαγραμμίζω; – διὰ γραμμῆς παίζειν Plat. Theaet. 181 a, = διελκυστίνδα, Poll. 9, 112. – 4) γραμμὴ μακρά, der lange Strich, den die Richter auf den Stimmtäfelchen als Zeichen der Verurtheilung zogen, Poll. 8, 16; vgl. Schol. Ar. Vesp. 106.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμή: ἡ, (γράφω) ἡ διὰ κονδυλίου γραφομένη συνεχὴς σειρὰ σημείων, οἷον ἐν τοῖς μαθηματικοῖς σχήμασι, Πλάτ. Μέν. 82C, Πολιτ. 509D, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ σχηματισμῷ τῶν γραμμάτων, Λατ. ductus literarum, ὁ αὐτ. Πρωτ. 326D·― περίγραμμα, Ἀρχύτ. 695Gal., Πολύβ. 2. 14, 8, κτλ. ΙΙ. = βαλβίς, ἡ διατέμνουσα τὸν δρόμον γραμμὴ δηλοῦσα τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως ἢ τὸ τέρμα τοῦ ἀγῶνος, Πίνδ. Π. 9. 208, ἴδε ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 483· μεταφ. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου ultima linea rerum, πρβλ. Εὐρ. Ἡλ. 956, Ἀποσπ. 169·― ἐντεῦθεν, γραμμὴ μεθόριος, τὸ ἄκρον, χείλος, Ἱππ. Ἄρθρ. 839. ΙΙΙ. μεσαία γραμμὴ ἐπὶ σανίδος (παιγνιδίου, οἷον τῶν πεσσῶν), καλουμένη ὡσαύτωςἱερά· ἐντεῦθεν παροιμιωδῶς, τὸν ἀπὸ γραμμῆς ἢ ἀφ’ ἱερᾶς κινεῖν λίθον, κινῶ τὸν ἐπὶ τῆς κυρίας γραμμῆς εὐρισκόμενον πεσσόν, δηλ. κάμνω τὴν ὑστάτην ἀπόπειραν, Ἀλκαῖ. 77, Θεόκρ. 6. 18· πρβλ. Εὐστ. 633. 58., 1397. 31· αἱ γραμμαί, αὐτὴ ἡ σανὶς τοῦ παιγνιδίου (πρβλ. πεσσός), Πολυδ. Θ΄, 99. 2) διὰ γραμμῆς παίζειν, ἦτο παιγνίδιον καθ’ ὃ δύο ἐναντία μέρη προσεπάθουν νὰ σύρωσιν ἀλλήλους ἐντεῦθεν τῆς μεταξὺ γραμμῆς· τοῦτ’ αὐτὸ δὲ καλεῖται καὶ διελκυστίνδα, ἴδε Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2, Πλάτ. Θεαιτ. 181Α. IV. ἡ μακρὰ (ἐνν. γραμμὴ) ἴδε ἐν λ. τιμάω ΙΙΙ. 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
trait, ligne ; au jeu de dames ou de trictrac, αἱ γραμμαί, les lignes marquant les étapes progressives des pions ; abs.γραμμή ouἱερά (γραμμή) la ligne ou ligne sacrée, càd la ligne médiale entre les deux camps ; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς (dor.) κινεῖν λίθον THCR pousser son pion hors de la ligne (médiale), càd risquer sa dernière chance.
Étymologie: γράφω.