μαραίνω
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
fut.
A μᾰρᾰνῶ Orph.Fr.262, Epigr.Gr.854 (Delos): aor.1 ἐμάρᾱνα h.Merc.140, S.OT1328, etc.:—Med., aor. ἐμᾰρηνάμην (v. infr.):—Pass., fut. μᾰρανθήσομαι Ep.Jac.1.11, Gal.7.691: aor. ἐμᾰράνθην Il.9.212, Lyc.1231, etc.: pf. μεμάρασμαι Dsc.1.99, Luc.Anach. 25, μεμάραμαι (leg. -αμμ-) v.l. in Dsc. l.c., Plu.Pomp.31: 3sg. plpf. μεμάραντο Q.S.9.371:—quench fire, ἀνθρακιήν h.Merc.l.c.:—Pass., die away, go slowly out, of fire, φλὸξ ἐμαράνθη Il.l.c.; πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο 23.228, cf. AP5.4 (Stat. Flacc.): distd. from σβέννυσθαι as that which goes out of itself, Arist.Cael.305a11; of rays of light, Arat.862. II later, in various senses, ὄψεις μ. quench the orbs of sight, S.l.c.; esp. waste, wither, [νόσος] μαραίνει με A.Pr.597 (lyr.); γῆρας ἁμὲ μαραῖνον ταριχεύει Sophr.54; κάλλος ἢ χρόνος ἀνάλωσεν ἢ νόσος ἐμάρανε Isoc.1.6; μάραινε [αὐτὸν] διώγμασι A.Eu.139; πίνος πλευρὰν μ. S.OC1260; πάνθ' ὁ μέγας χρόνος μ. Id.Aj.714 (lyr.), Philem.240; ἀδικία φθείρει [τὴν ψυχὴν] καὶ μ. Pl.R.609d:—Med., νέους ἐμαρήνατο δαίμων IG5(1).1355 (Abia):—Pass., waste away, καμάτοισι (v.l. ὑπὸ νούσοις) Emp.[156.3]; νόσῳ E.Alc.203; τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Th.2.49, cf. Pl.Plt.270e; but also of a tumour, disappear, Hp.Epid.7.84; αἷμα . . μαραίνεται χερός blood dies away from my hand, A.Eu.280; of a river, dry up, Hdt.2.24; μ. ἡ κίνησις Arist. Pr.901a26; of a musical sound, die away, ib.921b15; τὸ νοεῖν μ. Id.de An.408b24; of winds and waves, abate, Plu.Pyrrh.15, Mar.37; of wine, lose its strength, Id.2.692d; κῦδος μαρανθέν Lyc.1231, cf. 1127; μ. ἀκμή, δύναμις, Plu.Fab.2, Caes.3; τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὀργῶν μεμαρασμένων Porph.Abst.3.26. (Perh. cf. Lat. morbus; signf. 11 may be the earlier in origin.)
Greek (Liddell-Scott)
μᾰραίνω: μέλλ. μᾰρᾰνῶ Ἀνθ. Π. παράρτημα 149: ἀόρ. α΄ ἐμάρᾱνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 140, Σοφ., κτλ.· - Μέσ., ἀόρ. ἐμαρηνάμην, ἴδε κατωτ. - Παθ., μέλλ. μαρανθήσομαι Γαλην., Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ἐμᾰράνθην Ἰλ., καὶ παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις: πρκμ. μεμάρασμαι Λουκ. Ἀνάχ. 25· ἀλλὰ μεμάραμμαι παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 43, Πλουτ. Πομπ. 31· γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. μεμάραντο Κόϊντ. Σμ. 9. 371. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. μόρτος). Κυρίως, σβεννύω, σβύννω πῦρ, ἀνθρακιήν Ὁμ. Ὕμν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐκλείπω, σβύννομαι κατὰ μικρόν, ἐπὶ τοῦ πυρός, φλὸξ ἐμαράνθη Ἰλ. Ι. 212· πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο Ψ. 228, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 5, κ. ἀλλ.· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ σβέννυμαι, ἐν Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 6, 4. II. ἀκολούθως, ἐπὶ διαφόρων σχέσεων, πῶς ἔτλης τοιαῦτα σὰς ὄψεις μαρᾶναι; πῶς εἰμπόρεσες κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον νὰ σβύσῃς τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν σου; Σοφ. Ο. Τ. 1328· νόσος μαραίνει με, μὲ κάμνει νὰ ἐκλείπω, μὲ ἀφανίζει, μὲ «μαραίνει», Αἰσχύλ. Πρ. 597· κάλλος ἢ χρόνος ἀνήλωσεν ἢ νόσος ἐμάρανε Ἰσοκρ. 2Β· μάραινε [αὐτὸν] διώγμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 139· οὕτως, ἐπὶ ἀμελίας, πίνος πλευρὰν μ. Σοφ. Ο. Κ. 1260· ἐπὶ χρόνου, πάνθ’ ὁ μέγας χρόνος μ. ὁ οὐτ. ἐν Αἴ. 714· ἀδικία φθείρει [τὴν ψυχὴν] καὶ μ. Πλάτ. Πολ. 609D· - Μέσ., νέους ἐμαρήνατο δαίμων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 478. 3. - Παθ., ἐκλείπω, φθείρομαι, ξηραίνομαι, ἀποθνήσκω, Λατ. marcescere, καμάτοισι Ἐμπεδ. 475· νόσῳ Εὐρ. Ἀλκ. 203· τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Θουκ. 2. 49· αἷμα... μαραίνεται χερός, τὸ αἷμα ἐκλείπει ἐκ τῆς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 280· ἐπὶ ποταμοῦ, ξηραίνομαι, «στεγνώνω», Ἡρόδ. 2. 24· μ. ἡ κίνησις Ἀριστ. Προβλ. 11. 20· ἐπὶ ἤχου μουσικοῦ, αὐτόθι 19. 42, 1· τὸ νοεῖν μ. ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 1. 4, 14· ἐπὶ ἀνέμων καὶ κυμάτων, κοπάζω, ἡσυχάζω, Πλουτ. Πύρρος 15, Μάρ. 37· ἐπὶ οἴνου, χάνω τὴν δύναμίν μου, ὁ αὐτ. 2. 692C· οὕτω, μ. ἀκμή, ῥώμη, δύναμις, λύπη ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 2. κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. μαρανῶ, ao. ἐμάρανα, pf. inus. ; Pass. ao. ἐμαράνθην, pf. μεμάραμμαι ou μεμάρασμαι;
consumer, détruire ; Pass. se consumer ; se flétrir.
Étymologie: R. Mαρ, se consumer, se flétrir ; cf. lat. morior, marceo.