κάτειμι
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
Dor. 3sg. [
A κάτε]ιτι Berl.Sitzb.1927.166 (Cyrene), part. fem. κατίασσα ibid.: Ep. impf. κατήϊεν Od.10.159: (εἶμι ibo):—go, come down, ποταμόνδε Od. l.c.; Ἴδηθεν Il.4.475: in Trag., as fut. to κατέρχομαι, E.Alc.73, etc.; esp. go down to the grave, κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.4.457; Ἄϊδόσδε 20.294; εἰς Ἅιδου δόμους E. l.c.; so κάτειμι alone, S.Ant.896; of a ship, sail down to land, νῆα . . κατιοῦσαν ἐς λιμέν' ἡμέτερον Od.16.472; of a person, travel down the Nile, κ. ἐπὶ or εἰς Ἀλεξάνδρειαν, PLips.45.12, 14 (iv A.D.); of a river, ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι χειμάρρους Il.11.492; of a wind, come sweeping down, Th.2.25, 6.2; ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει Id.2.84: metaph., ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Hdt.7.160; ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar.Eq.520. II come back, return, ἀγρόθεν Od.13.267; ἐς ἄστυ 15.505; of exiles, return home, Hdt.1.62, 3.45, 5.62, A.Ag. 1283, And.1.80, etc.; ἐκ τῶν Μήδων Hdt.4.3:—as Pass. of κατάγω, E. Med.1015; ὑπὸ τῶν ἑταίρων παρακληθεὶς κάτεισι Th.8.48. III come in, of revenue, PFay.20.7 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1394] (s. εἶμι), 1) hinuntergehen, herabkommen; Ἴδηθεν κατιοῦσα Il. 4, 475; ποταμόνδε κατήϊεν Od. 10, 159; in die Unterwelt, κατάμεν δόμον Ἄϊδος Il. 14, 457 (wie Soph. Ant. 896 Eur. Alc. 74; κατιόντας εἰς Ἅιδου Plat. Ax. 371 a); von einem Flusse, hinabfließen, πεδίονδε κάτεισιν 11, 492; von einem Schiffe, aus der hohen See der Küste zu fahren, ἐς λιμένα Od. 16, 472; hinkommen, εἰς πόλεις Plat. Prot. 316 c. – Vom Sturme, herabfahren, ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου Thuc. 2, 25; ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει 2, 84; ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Plut. Pericl. 33; komisch ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar. Equ. 519; ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Her. 7, 160. – 2) zurückkommen, Od. 13, 267; von dem Verbannten, in sein Vaterland zurückkehren; φυγὰς κάτεισιν Aesch. Ag. 1256; Her. 3, 45. 9, 26; κατιὼν οἴκαδε Plat. Ep. VII, 607 d; Polit. 273 e; οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. Hell. 2, 2, 14; absol., Isocr. 4, 116 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάτειμι: Ἐπικ. ἀόρ. καταείσατο Ἰλ. Λ. 358 (εἶμι). Κατέρχομαι, καταβαίνω (ἀντίθ. ἄνειμι), ποταμόνδε Ὀδ. Κ. 159· Ἴδηθεν Ἰλ. 475· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. (παρ’ οἷς χρησιμεύει ὡς μέλλ. τοῦ κατέρχομαι)·- ἰδίως καταβαίνω εἰς τὸν τάφον, εἰς τὸν ᾍδην, κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω Ἰλ. Ξ. 457· Ἀϊδόσδε Υ. 294· εἰς Ἅιδου δόμους Εὐρ. Ἄλκ. 73· (καὶ οὕτω μόνον, κάκιστα δὴ μακρῷ κατ. (δηλ. εἰς νερτέρους, εἰς ᾍδου) Σοφ. Ἀντ. 896)· ἐπὶ πλοίου, (κατάγομαι), καταπλέω εἰς τὴν ξηράν, νῆα… κατιοῦσαν ἐς λιμέν’ ἡμέτερον Ὀδ. Π 472· ἐπὶ ποταμοῦ, ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι χειμάρρους Ἰλ. Λ. 492· ἐπὶ ἀνέμου, κατέρχομαι ὁρμητικῶς, Θουκ. 2. 25., 6. 2· ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει αὐτόθι 84· ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Πλουτ. Περικλ. 33·- μεταφορ., ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμὸν Ἡρόδ. 7. 160· καὶ κωμικῶς, ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ἀριστοφ. Ἱππ. 517, ἴδε ἐν λ. πολιός· ὁρῶ κατιούσας, δηλ. τὰς νεφέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 323. ΙΙ. ἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω, ἀγρόθεν Ὀδ. Ν. 267· εἰς ἄστυ Ο. 505· ἐπανέρχομαι εἰς τὴν πατρίδα, Ἡρόδ. 1. 62., 3. 45., 5. 62· φυγὰς ἀλήτης κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1283, Ἀνδοκ. 11. 9· οἱ φυγάδες κατῄεσαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 14· κατιὼν οἴκαδε Πλάτ. Ἐπιστ. 7. 333D, κτλ.· ἐκ τῶν Μήδων Ἡρόδ. 4. 3· ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ κατάγω, Εὐρ. Μήδ. 1015. 1016· ὑπὸ τῶν ἑτέρων… κάτεισι Θουκ. 8. 48, πρβλ. κατέρχομαι, καταδέχομαι, κάθοδος.
French (Bailly abrégé)
f. κάτειμι;
1 descendre : δόμον Ἄϊδος εἴσω IL ou Ἀϊδόσδε IL, εἰς ᾍδου δόμους EUR chez Hadès, dans les enfers ; en parl. de choses πεδίονδε IL descendre à travers la plaine en parl. d’une rivière ; ἐς λιμένα OD arriver au port en parl. d’un navire ; souffler avec force en parl. du vent ; fig. ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ HDT outrages qui s’abattent sur un homme;
2 revenir ; en parl. d’exilés rentrer dans son pays ; en ce sens, us. comme Pass. de κατάγω : être ramené : ὑπό τινος par qqn.
Étymologie: κατά, εἶμι.