κομπάζω

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομπάζω Medium diacritics: κομπάζω Low diacritics: κομπάζω Capitals: ΚΟΜΠΑΖΩ
Transliteration A: kompázō Transliteration B: kompazō Transliteration C: kompazo Beta Code: kompa/zw

English (LSJ)

fut. -άσομαι B.7.42:—

   A = κομπέω, boast, brag, A.Th.436, Ag.1671, etc.; κ. μέγα S.Aj.1122; μάτην E.Hipp.978; κ. ἐπί τινι speak big against... A.Th.480 (but also, boast of... Phld.Rh.1.24 S.): c. acc., κ. λόγον speak big words, A.Ag.1400, etc.; κ. γέρας boast one's office, Id.Eu.209; οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας S.El.1500: c. inf., boast that... A.Ag.1130, E.Ba.340; κ. ὡς . . X.Oec.10.3, Plu. Crass.18:—Pass., to be made a boast of, be renowned, οὕνεκ' ὄλβου E.HF64; φόβος . . κομπάζεται fear is loudly spoken, A.Th.500; τίνος δὲ . . παῖς πατρὸς κομπάζεται; of what father is he said to be the son? E.Alc.497.—Rare in early Prose, Lys.6.18,48, X.Smp.4.19, Oec. l.c.    II = κομπέω 1.2, ring a jar to test its soundness, PLond. ined.2327 (iii B.C.).    III ἐκομπάσθη· ἠπατήθη, εἰς ὄγκον διετέθη, Hsch., cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 1479] = κομπέω, bes. prahlen, großsprechen; absolut, τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ Aesch. Spt. 418, wie κομπάζειν μάτην Eur. Hipp. 978; auch Lys. 6, 18, κομπάζειν μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι βούλεσθαι, u. Sp.; – c. inf., οὐ κομπάσαιμ' ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι, ich möchte mich nicht rühmen, mich auf die Göttersprüche zu verstehen, Aesch. Ag. 1101, wie κρείσσον' Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάσαντα Eur. Bacch. 1130; – ἐπί τινι, Aesch. Spt. 462; τινί, Ag. 561; – auch c. accus., λόγον, ein prahlendes Wort sprechen, Eum. 516, wie μέγ' ἄν τι κομπάσειας Soph. Ai. 1101 u. οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας El. 1492; – auch in Prosa; ἐμοῦ καλλίων ταῦτα κομπάζεις Xen. Conv. 4, 19; mit folgendem ὡς, Oec. 10, 3; Plut. Crass. 18. – Pass.; φόβος κομπάζεται, es wird mit dem Schrecken geprahlt, Aesch. Spt. 482; ὃς οὕνεκ' ὄλβου μέγας ἐκομπάσθη ποτέ Eur. Herc. Fur. 64.

Greek (Liddell-Scott)

κομπάζω: μέλλ. -άσω, = κομπέω, ὡς καὶ νῦν, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 436, Ἀγ. 1671, κτλ.· κ. μέγα Εὐρ. Ἱππ. 978· κ. ἐπί τινι, ὁμιλῶ κομπαστικῶς ἐναντίον τινός, Αἰσχύλ. Θήβ. 480· ― μετ’ αἰτ., κ. λόγον, ὁμιλῶ μεγάλους λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1400, κτλ.· κ. γέρας, καυχῶμαι διὰ τὴν θέσιν μου, τὸ ὑπούργημά μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 209· οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας Σοφ. ἐν Ἠλ. 1500· μέγα τι κ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1122· ― μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1130, Εὐρ. Βάκχ. 340· κ. ὡς..., Ξεν. Οἰκ. 10. 3. ― Παθ., γίνομαι ἀντικείμενον καυχήσεως, φημίζομαι, οὕνεκ’ ὄλβου Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 64· φόβος... κομπάζεται, θρυλεῖται, Αἰσχύλ. Θήβ. 500· τίνος δὲ… παῖς πατρὸς κομπάζεται; τίνος πατρὸς υἱὸς λέγεται ὅτι εἶναι; Εὐρ. Ἄλκ. 497, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 64. ― ὡς τὸ κομπέω, σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, Λυσ. 105. 2., 107. 27, Ξεν. Συμπ. 4. 19, Οἰκ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

faire le beau parleur, parler avec emphase : κ. τινὶ λόγον ESCHL se vanter au sujet de qqn ; Pass. être dit avec emphase, être vanté;
Moy. κομπάζομαι parler de soi en termes pompeux, se vanter.
Étymologie: κόμπος.