κρήδεμνον

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήδεμνον Medium diacritics: κρήδεμνον Low diacritics: κρήδεμνον Capitals: ΚΡΗΔΕΜΝΟΝ
Transliteration A: krḗdemnon Transliteration B: krēdemnon Transliteration C: kridemnon Beta Code: krh/demnon

English (LSJ)

Dor. κρᾱδ-, τό, (κράς, δέω)

   A woman's head-dress or veil, a kind of mantilla, κ. ὅ ῥά οἱ (sc. Ἀνδρομάχῃ) δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη Il.22.470; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων 14.184: pl., [Πηνελόπεια] ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κ. Od.1.334; δμῳαί τε καὶ αὐτή, . . ἀπὸ κ. βαλοῦσαι 6.100, cf. E.Ph.1490 (lyr.).    II metaph. in pl., battlements which crown a city's walls, Τροίης ἱερὰ κ. Il.16.100, cf. Od.13.388, h.Cer.151, B.Fr.16.7; πέτρινα κ. E.Tr.508: sg., Θήβης κρήδεμνον Hes.Sc.105.    2 cover, lid of a wine-jar, Od.3.392.

German (Pape)

[Seite 1506] τό, die Kopfbinde; bei Hom. ein weiblicher Kopfputz, der schleierartig an beiden Seiten herabhing, so daß man das ganze Gesicht damit ver hüllen konnte; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων Il. 14, 184; ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, von der Penelope, Od. 1, 334 u. öfter; auch die Dienerinnen der Nausikaa tragen sie, 6, 100. – Bei Eur. Phoen. 1490 ein Schmuck der Jungfrauen. – Ueberh. Bedeckung, Deckel, κρητῆρα κέρασσεν οἴνου, τὸν ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν Od. 3, 390. – Uebertr. von Städten, Zinnender Stadtmauern, ὄφρ' οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύοιμεν ll. 16, 100, vgl. Od. 13, 388; H. h. Cer. 151 ὃς Θήβης κρήδεμνον ἔχει ῥύεταί τε πόληα, Theben's Mauerzinnen, d. i. Theben selbst, Hes. Sc. 105; folgde Dichter; πόλεων κρήδεμνα λύειν Bacchyl. bei Ath. II, 39 f; πέτρινα Eur. Troad. 508.

Greek (Liddell-Scott)

κρήδεμνον: Δωρ. κρᾱδ-, τό, (κρὰς ἢ κάρα, δέω) κεφαλόδεσμος, γυναικεῖον κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, καλύπτον οὐ μόνον τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ καὶ κατερχόμενον ἑκατέρωθεν μέχρι τῶν ὤμων, ὥστε ἠδύνατο κατὰ βούλησιν νὰ συγκαλύψῃ καὶ ὅλον τὸ πρόσωπον· ἐπὶ τῆς Ἀνδρομάχης, Ἰλ. Χ. 470· ἐπὶ τῆς Ἥρας, κρηδέμνῳ δ’ ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων Ξ. 184· ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐν τῷ πληθ., ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα Ὀδ. Α. 334., ΙΙ. 416, κτλ. ὥστε ἐφόρουν αὐτὸ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὑψηλῆς τάξεως γυναῖκες, ἀλλ. ἐν Ὀδ. Ζ. 100, καὶ αἱ δμωαὶ τῆς Ναυσικάας· ― ἐν Ὀδ. Ε. 346, ἡ θεὰ Ἰνὼ παρέχει τὸ ἑαυτῆς κρήδεμνον εἰς τὸν Ὀδυσσέα ὅπως τὸν σώσῃ ἀπὸ πνιγμοῦ. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐπάλξεις αἱ ἐπιστέφουσαι τὰ τείχη πόλεώς τινος, Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα Ἰλ. Π. 100, Ὀδ. Ν. 388, πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 151· πολίων κράδεμνα λύει Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 27, 6, Blass· πέτρινα κρ. Εὐρ. Τρῳ. 508· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, Θήβης κρήδεμνον Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 105. 2) ἀντὶ πῶμα, τὸ ἐπικάλυμμα οἰνηροῦ ἀγγείου, Ὀδ. Γ. 392.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. ornement de tête, particul. bandelette ou sorte de mantille;
II. p. anal. 1 couvercle de vase;
2 créneau de muraille.
Étymologie: κράς, δέω.