μάσταξ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ (Lyc.687), (μασάομαι)
A that with which one chews, mouth, jaws, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε he stopped his mouth with his hands, Od.4.287; με . . ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν seizing me by the mouth, 23.76, cf. Alcm.144; ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασι Lyc. l. c.; μάστακι ποππύζων AP5.284.6 (Agath.), cf. 293.16 (Id.). 2 v. μύσταξ. II = μάσημα, mouthful, morsel, ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακ', ἐπεί κε λάβῃσι Il.9.324, cf. Eust.753.62; μάστακα δοῖσα τέκνοισιν Theoc.14.39; of the olive, Call.Iamb.1.271; others expl. in Il. l. c. as dat. μάστακι in its beak, Apollon.Lex. s.v. μάσταξ, Plu.2.494d. III locust, S.Fr.716, Nic.Th.802, Clitarch. Gloss. ap. EM216.9. (Cf. μέστακα.)
German (Pape)
[Seite 98] ακος, ἡ, der Mund (mit dem man kau't, μασάομαι), VLL. erkl. στόμα; Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, Od. 4, 287, hielt den Mund zu, ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν, 23, 76. – Auch ein Mundvoll Speise, vom Vogel, der seinen Jungen Nahrung im Schnabel zuträgt, ὡς δ' ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσιν μάστακ' ἐπεί κε λάβῃσιν, Il. 9, 324; od. nach anderen alten Erkl. μάστακι, mit dem Schnabel, vgl. Spitzner zur Stelle, u. Theocr. 14, 39, der offenbar Hom. nachahmte; Hesych. erkl. τὴν μεμασσημένην τροφήν. –In der Bdtg Mund auch bei sp. D., Agath. 6. 8 (V, 285. 294). – Bei den Späteren die Oberlippe u. der auf derselben wachsende Schnurrbart od. Schnauzbart, dorisch μύσταξ, w. m. s. – Auch eine Heuschreckenart, weil sie Alles verzehrt, Soph. frg. 642 bei Phot., Nic. Th. 802.
Greek (Liddell-Scott)
μάσταξ: -ᾰκος, ἡ (Λυκόφρ. 687), ἐνῷ τὸ Λακων. καὶ Δωρ. μύσταξ εἶναι ἀρσεν.· (μασάομαι)· - τὸ δι’ οὗ τις μασᾶται, τὸ στόμα, ἢ αἱ σιαγόνες, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, ἔφραττε τὸ στόμα διὰ τῶν χειρῶν του, Ὀδ. Δ. 287· οὕτως, ἑλεῖν ἐπὶ μάστακα χερσὶν Ψ. 76, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 136· ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασι Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μάστακι ποππύζων Ἀνθ. Π. 5. 285, πρβλ. 294. 16. 2) ἴδε ἐν λ. μύσταξ. II.= μάσημα, ἔνθεσις, «βουκιά», ἐν Ἰλ. Ι. 324, ἐπὶ πτηνοῦ τρέφοντος τὰ ἑαυτοῦ νεογνά, ὡς δ’ ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακ’, ἐπεί κε λάβῃσι, - τὸ μάστακ’ λαμβάνεται ὡς ἡ αἰτ. μάστακα, ἴδε Εὐστ. 753. 62, Ἡσύχ., κλ., πρβλ. Θεόκρ. 14. 39· ἐνῷ ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς τὴν δοτ. μάστακι, διὰ τοῦ ῥάμφους του, Ἀπολλων. Λεξ. 445, Πλούτ. 2. 80Α, 494D. III. εἶδος ἀκρίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 642, Νικ. Θ. 802.
French (Bailly abrégé)
ακος (ἡ) :
1 bouche;
2 pâtée que les oiseaux donnent à leurs petits;
3 sorte de sauterelle vorace, insecte.
Étymologie: μάσσω.