περιγράφω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγράφω Medium diacritics: περιγράφω Low diacritics: περιγράφω Capitals: ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: perigráphō Transliteration B: perigraphō Transliteration C: perigrafo Beta Code: perigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A draw a line round, περιγράφει τῇ μαχαίρῃ ἐς τὸ ἔδαφος τὸν ἥλιον Hdt.8.137; π. κύκλον draw a circle round, Id.7.60 ; π. ὅσον ἐναριστᾶν κύκλον Eup.250 ; ἡ ταῦτα τὰ πεδία περιγράφουσα γραμμή Plb.2.14.8: abs., describe a circle, Ar.Pax879.    b Geom., circumscribe, περὶ κύκλον τρίγωνον Euc.4.3,5, cf. Archim.Sph.Cyl.1.3,al.; τὸ περιγεγραμμένον σχῆμα τῷ τομεῖ ib.40.    2 define, determine, limit, π. τοῦ ἔτους χρόνον X.Mem. 1.4.12 ; π. ὅτι . . ἐγγύτατα τοῦ πράγματος Arist.Rh.1396b8 ; τὴν πολλὴν βρῶσιν Heraclid. Tar. ap. Ath.2.64e :—Med.,Arist.Metaph. 1064a2:—Pass., περιεγέγραπτο, ὡς ἔοικε, . . μέχρι ὅσου ἡ νίκη ἐδέδοτο αὐτοῖς X.HG7.5.13 ; to be bounded, D.S.3.41 ; to be circumscribed, Ti.Locr.97e, Plot.6.4.7, Dam.Pr.113, etc.: Rhet., αἱ ἔννοιαι . . ἐφ' ἑαυτῶν περιγραφόμεναι being self-contained, Hermog.Id.1.3.    3 terminate, conclude, τὴν βίβλον D.S.2.60, 3.74, etc. ; τὰς ὑποθήκας Plu. 2.14a ; ἀγχόνῃ τὸ ζην Ath.9.388c:—Pass., Placit.3.8.2.    4 bring to an end, cure a disease, Archig. ap. Gal.8.90, Sor.2.16 (Pass.), Gal.13.860.    II draw in outline, trace or sketch, delineate τοὺς θεούς Phld. Piet.81:—Med., σκιὰν περιγράψασθαι draw oneself an outline, Poll.7.129:—Pass., περιγεγράφθω ταύτῃ Arist.EN1098a20; τὰ δυνατὰ -γραφῆναι Phld.Ir.p.62W.; περιγεγραμμένους μῦς well-marked muscles, Antyll. ap. Orib.7.7.8.    III enclose as it were within brackets, cancel, annul (cf. διαγράφω), Demonic.1.3, Plu.2.334c, PSI1.64.15 (Pass., i A.D.); τὸ φιλεῖν AP5.67 (Lucill. or Polemo Rex); τὸ πρὸς δόξαν ἢ τρυφὴν ἅπαν π. Epict.Ench.33 ; π. τινὰ ἐκ πολιτείας exclude from civic privileges, Aeschin.3.209 ; τινὰ τοῦ ζῆν Vett. Val. 150.10:— Pass., Hld.10.20.    2 reject as spurious, Ath.5.180e; remoue from a text, A.D.Synt.6.3,al.    IV in Law, defraud, in Pass., PAmh. 2.77.7 (ii A. D.), etc.; also, circumvent, διάταξιν Just.Nov.55 Praef.

German (Pape)

[Seite 572] 1) umschreiben, umzeichnen, umgränzen; περιγράφει τῇ μαχαίρῃ τὸν ἥλιον ἐς τὸ ἔδαφος, er umzeichnete das einfallende Sonnenlicht auf dem Boden, Her. 8, 137; einen Umriß machen, Ar. Pax 879; σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον, Plat. Rep. 365 c; περιγράφειν ὅροις, begränzen, Pol. 21, 11, 4; übh. bestimmen, τοῦ ἔτους χρόνον, Xen. Mem. 1, 4, 12; Arist. eth. 1, 7, 17; vgl. Plut. plac. philos. 3, 8. – 2) etwas Geschriebenes in Klammern einschließen u. dadurch für nicht vorhanden erklären; dah. = ausstreichen, Plut. de Alex. fort. 2, 1; vgl. Ruhnken Tim. p. 82; περιγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας, Aesch. 3, 209; übh. aufheben, vernichten, Polem. 2 (V, 68); ἀγχόνῃ τὸ ζῆν περιγράψας, sich erhängen, Ath. IX, 388 c.

Greek (Liddell-Scott)

περιγράφω: [ᾰ], σύρω γραμμὴν ὁλόγυρα, σημειῶ ὁλόγυρα, Λατ. circumscribo, περιγράφει τῇ μαχαίρῃ τὸν ἥλιον ἐς τὸ ἔδαφος Ἡρόδ. 8. 137· π. κύκλον, γράφω κύκλον ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. 7. 60· οὐκοῦν περιγράψας ὅσον ἐναριστᾶν κύκλον Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 1· ἡ ταῦτα τὰ πεδία περιγράφουσα γραμμὴ Πολύβ. 2. 14, 8· - συχν. παρ’ Εὐκλείδ. γράφω σχῆμά τι παρ’ ἕτερον· - ἀπολ., γράφω κύκλον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 879. 2) ὁρίζω, περιορίζω, π. τοῦ ἔτους χρόνον Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· π. ὅτι.. ἐγγύτατα τοῦ πράγματος Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 11· τὴν πολλὴν βρῶσιν Ἡρακλ. Ταρ. παρ’ Ἀθην. 64Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 7, 1. - Παθ.. περιεγέγραπτο, ὡς ἔοικε.., μέχρι ὅσου ἡ νίκη ἐδέδοτο αὐτοῖς Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 13· ἐπὶ χωρῶν, ὁρίζομαι, ἔχω ὅρια, Διόδ. 3. 41, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 97Ε. 3) τελειώνω, τὴν βίβλον Διόδ. 2. ἐν τέλ., 3. ἐν τέλ., κτλ.· τὰς ὑποθήκας Πλούτ. 2. 14Α, πρβλ. 895C· ἀγχόνῃ τὸ ζῇν Ἀθήν. 388C. II. γράφω περιληπτικῶς ἢ ἐν σχεδίῳ, σχεδιάζω, Λατ. delineare, περιγεγράφθω ταύτῃ Ἀριστ. ἨΘ. 1. 7, 17. -Μέσ. , σκιὰν περιγράψασθαι (ὑπογράψασθαι Βεκκῆρ.), Πολυδ. Ζ΄, 128· - πρβλ. περιγραπτέον, πριγραφή. ΙΙΙ. ἐγκλείω, οὕτως εἰπεῖν, ἐν ἀγκύλαις, παρ’ Ἀττ. διαγράφω, ἐξαλείφω, Δημόνικος ἐν «Ἀχελῴῳ» 1, Πλούτ. 2. 334C, Ἀνθ. Π. 5. 68· ἀπορρίπτω ὡς νόθον, Ἐπικτήτου Ἐγχειρίρ. 33, Ἀθήν. 180Ε· π. τινὰ ἐκ πολιτείας, ἀποκλείω τινὰ τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, Αἰσχίν. 83, ἐν τέλ.· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.

French (Bailly abrégé)

I. dessiner le contour, esquisser, acc.;
II. délimiter :
1 borner, déterminer, fixer ; en gén. fixer une limite;
2 séparer par une limite, exclure τινά, qqn;
3 achever, terminer.
Étymologie: περί, γράφω.