παράλλαξις
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
εως, ἡ,
A alternation : overlapping of broken bones, Hp.Fract.15 (pl.); ἡ π. τοῦ ὀστέου ib.35 ; π. ἔχειν πρὸς ἄλληλα καὶ συμπλοκήν Thphr.Sens.66. 2 alternating motion, τῶν σκελῶν Plu.Phil.6 ; ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Id.2.977b. II change, deviation, mutation, Pl.Ti.22d, cf. Plt.269e, Placit.1.7.33 (pl.); διαστροφὴ μεγάλη καὶ π. τῆς γωνίας Plu.2.93 oa ; παραλλάξιες φρενῶν mental aberrations, Hp.Acut.(Sp.) 1. III change of position, τῶν γωνιῶν Arist.Cael.287a18 ; ἡ τοῦ ἡλίου π. D.C.76.13. 2 Astron., parallax, Ptol.Alm.5.11, 9.1, Procl.Hyp.4.53, al. b φάσις defined as ἡ μετὰ τὴν κρύψιν τοῦ ἡλίου πρώτη . . ἐξ αὐτοῦ π. Phlp. in Mete.76.30.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, Abwechselung, Vertauschung; Plut. τῶν σκελῶν, Philop. 6; ἡ δεῦρο κἀκεῖ τῆς κεφαλῆς π., das Hinundherbewegen, sol. an. 24; – die Abweichung, Plat. Tim. 22 d; ὅτι σμικροτάτην τῆς αὑτοῦ κινήσεως παράλλαξιν, Polit. 269 e; Parallaxe, der Gestirne, Sp., vgl. Plut. fac. orb. lun. 17.
Greek (Liddell-Scott)
παράλλαξις: ἡ, παραλλαγή, π. ὀστέων, τὸ ἐπ’ ἀλλήλων κεῖσθαι, οἷον ἐπὶ τεθραυσμένων ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 775· π. ἔχειν καὶ συμπλοκὴν Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 66· πρβλ. παράλλαγμα. 2) διαδοχικὴ κίνησις, τῶν σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6· ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. 2. 977Β. ΙΙ μεταβολὴ ἐπὶ τὸ χεῖρον, καὶ καθόλου, τροπή, μετατροπή, Πλάτ. Τίμ. 22D, Πολιτ. 269Ε· παραλλάξεις φρενῶν, παραφρονήσεις, Ἱππ. 396. 16. ΙΙΙ. ἡ ἀμοιβαία κλίσις δύο γραμμῶν ἀποτελουσῶν γωνίαν, βούλεται δὲ τὰ σκαληνὰ λέγειν ἅπερ παράλλαξιν ἔχει πρὸς ἄλληλα Θεοφρ. περὶ Αἰσθήσ. 66, Πλούτ. 2. 930Α· - ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ παράλλαξις εἶναι γωνία σχηματιζομένη διὰ γραμμῶν φερομένων ἀπὸ ἀστέρος τινὸς πρὸς τὸ κέντρον τῆς γῆς καὶ πρός τι σημεῖον ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αὐτῆς, Πτολ., Πρόκλ.· ἀλλ’ ἡ π. τῶν γωνιῶν παρ’ Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 4, 8 εἶναι παραλλαγὴ τῶν γωνιῶν.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 mouvement alternatif, particul. mouvement régulier de la tête qu’on tourne de droite à gauche;
2 changement;
3 t. d’astronomie parallaxe.
Étymologie: παραλλάσσω.