πίστις
English (LSJ)
ἡ, gen. εως, Ion. ιος Parm.8.12, Emp.114; dat. πίστει, Ion.
A πίστῑ Hdt.3.74, 9.106 : Ion. nom. and acc. pl. πίστῑς v.l. in Id.3.8 ; dat. πίστισι Id.4.172: (πείθομαι):—trust in others, faith, first in Hes., πίστιες καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Op.372; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831 ; π. ἴσχειν τινί S.OC950 ; τῷ θεῷ πίστιν φέροις Id.OT1445, etc.: generally, persuasion of a thing, confidence, assurance, Pi.N.8.44 (πιστόν Sch.), etc.; ἡ βεβαιοτάτη π., ἀταραξία καὶ π. βέβαιος, Epicur.Ep.1p.19, 2p.36U.; σωφροσύνης π. ἔχειν περί τινος to be persuaded of his probity, D.18.215 ; π. περὶ θεῶν ἔχειν Plu.2.1101c. 2 in subjective sense, good faith, trustworthiness, honesty, Thgn.1137, A.Pers.443, Hdt.8.105 ; θνῄσκει δὲ π., βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC611. b of things, credence, credit, τὰν π. σμικρὰν παρ' ἔμοιγ' ἔχει E.El.737 (lyr.); πίστιν τὰ τοιαῦτα ἔχει τινά Arist.EN1179a17; π. λαβεῖν Plb.1.35.4. c καλῇ π., = Lat.bona fide, PGnom.180 (ii A.D.), etc.; αἱ κατὰ πίστιν γεινόμεναι κληρονομίαι, = Lat. hereditates fideicommissariae, ib.56. 3 in a commercial sense, credit, π. τοσούτων χρημάτων ἐστί τινι παρά τισι he has credit for so much money with them, D.36.57, cf. 44; εἰς πίστιν διδόναι [τί τινι] Id.32.16; εἰ ἕξω ἐλπίδα πίστεως Astramps.Orac.68p.6H. b position of trust or trusteeship, ἐν πίστει κληρονόμος ἀπολειφθείς left in trust, as guardian, Plu.Cic.41, cf. 2c supr.; ἐν πίστει ὤν τῷ βασιλεῖ IG22.646.11. 4 Theol., faith, opp. sight and knowledge, 1 Ep.Cor.13.13, etc. II that which gives confidence : hence, 1 assurance, pledge of good faith, guarantee, οὐκ ἀνδρὸς ὅρκοι π. ἀλλ' ὅρκων ἀνήρ A.Fr.394, cf. S.El.887, E.Hipp. 1055; ὅρκοις καὶ πίστεσιν ἀναγκάξειν Antipho 6.25 : distd. from ὅρκοι and δεξιαί, Arist.Rh.1375a10, cf. E.Med.22; ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν S. Ph.813 ; δός μοι χερὸς σῆς π. Id.OC1632 ; ὅρκους παρασχών, πίστιν οὐ σμικράν, θεῶν E.Hipp.1037, cf. Med.414 (lyr.); πίστιν καὶ ὅρκια ποιέεσθαι make a treaty by exchange of assurances and oaths, Hdt.9.92, cf. And.1.107; οἷσιν . . οὔτε π. ὄθ' ὅρκος μένει Ar.Ach.308 ; ποιέεσθαι τὰς πίστῑς (Ion. for πίστεις) Hdt.3.8 ; πίστεις ποιήσασθαι πρός τινας Th.4.51 ; ἀλλήλοις X.HG1.3.12 ; πίστιν δοῦναι to give assurances, Hdt.9.91, cf. Th.4.86, 5.45 ; ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε Ar.Lys. 1185; ἔδοσαν πίστιν καὶ ἔλαβον interchanged them, X.Cyr.7.1.44; πίστεις ἀλλήλοιν δεδωκέναι τε καὶ δεδέχθαι Pl.Phdr.256d ; π. παρά τινος λαβεῖν Lys.12.9 ; π. πρός τινας δοῦναι c. inf., Id.19.32 ; πίστι τε λαβεῖν (or καταλαβεῖν) καὶ ὁρκίοισί τινα bind by assurances and oaths, Hdt.3.74, 9.106; θεῶν πίστεις ὀμόσαι Th.5.30; πίστιν ἐπιθεῖναι or προσθεῖναι, D.29.26, 49.42, 54.42 : c. gen. objecti, φόβων π. an assurance against... E.Supp.627 (lyr.). 2 means of persuasion, argument, proof, φρὴν παρ' ἡμέων (sc. τῶν αἰσθήσεων) λαβοῦσα τὰς πίστεις Democr.125; τοὺς δεομένους πίστεως αἰσθήσει κεκραμένης Plot. 4.7.15 ; esp. of proofs used by orators, Antipho 5.84, 6.28, Pl.Phd. 70b, Isoc.3.8, etc.: in Arist., opp. a demonstrative proof (ἀπόδειξις) , π. ἔντεχνοι, ἄτεχνοι, Rh.1355b35, 1375a22: also, generally, π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς APo.90b14, al.; π. ἡ διὰ συλλογισμοῦ Top.103b7 ; ἡ τῶν λόγων π. (cf. λόγος IV. 1) Pol.1326a29; ὁ ἀναιρῶν ταύτην τὴν π. οὐ πολὺ πιστότερα ἐρεῖ EN1173a1. III that which is entrusted, a trust, πίστιν ἐγχειρίζειν τινί Plb.5.41.2, cf. 16.22.2, IG7.21.12 (Megara, ii B.C.), 5 (1).26.6 (Amyclae, ii/i B.C.), BMus.Inscr.422.7 (Priene, ii B.C.); σὴ π. given in trust to thee, IG14.2012A23 (Sulp.Max.). IV political protection or suzerainty, Lat. fides, Αἰτωλοὶ . . δόντες αὑτοὺς εἰς τὴν Ῥωμαίων π. . . τῷ τῆς π. ὀνόματι πλανηθέντες Plb.20.9.10, cf. 3.30.1 ; πάντες εἰς τὴν [τῆς συγκλήτου] π. ἐνδεδεμένοι Id.6.17.8. 2 in Egypt, safe-conduct, safeguard, UPZ119.32 (pl., ii B.C.); δοῦναί μοι ἔγγραπτον π. ib.124.30 (ii B.C.). V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59, 60. VI personified, = Lat.Fides, Plu.Num.16, App. BC1.16, D.C.45.17 ; π. δημοσία, = Fides publica, D.H.2.75.
German (Pape)
[Seite 620] ἡ, Tre ueu. Glauben, Vertrauen, Zutrauen; πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, Hes. O. 370; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, Pind. N. 8, 44; Aesch. Pers. 435; θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία, Soph. O. C. 617; εἴ τίς ἐστι πίστις ἐν τοῖς δρωμένοις, Tr. 585; νῦν γ' ἂν τῷ θεῷ πίστιν φέροις, O. R. 1445; ὅρκων φρούδη πίστις, Eur. Med. 492; τὰν πίστιν σμικρὰν παρ' ἐμοί γ' ἔχει, El. 737; οἷσιν οὔτε πίστις μένει, Ar. Ach. 289; Her. 8, 105; πίστει χρήσασθαι μονίμῳ, Plat. Rep. VI, 505 e; δόξαι καὶ πίστεις γίγνονται βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς, Tim. 37 b; διασώζειν τι ἐν πίστει, Xen. Cyr. 1, 6, 19; Folgde; Kredit, Dem. 36, 57, vgl. 44; εἰς πίστιν διδόναι, 32, 16. – Beweis, Unterpfand der Treue, Versicherungs-, Ueberzeugungsmittel, auch Bürgschaft, Zusicherung, ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, Soph. Phil. 802, vgl. O. C. 1628; πίστιν ἐπιτιθέναι κατὰ τῶν ἱερῶν, Is. 7, 16; πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι, einen Vertrag, ein Bündniß machen, Her. 9, 32; auch im plur., τὰς πίστις ποιεῖσθαι, 3, 8; πίστι λαβεῖν, καταλαβεῖν τινα, Einen nach gegebener Bürgschaft zum Freunde annehmen, 3, 74. 9, 106; πρός τινα, Thuc. 4, 51; ὅρκων καὶ πίστεων, Plat. Legg. III, 701 c; πίστεις τὰς μεγίστας ἡγουμένω ἀλλήλοιν δεδωκέναι καὶ δεδέχθαι, Phaedr. 256 d; πίστεις ποιεῖσθαι ἀλλήλοις, Xen. Hell. 1, 3, 12; πίστιν δοῦναι, Ar. Lys. 1185; καὶ λαβεῖν, Xen. oft; vgl. τὴν ἑαυτῷ πρὸς ὑμᾶς γεγενημένην πίστιν ἀνεῖλε, Din. 3, 18; Pol. oft, auch πίστεις θέσθαι, 3, 67, 7; er braucht es auch für das anvertraute Geschäft, 6, 35, 8 u. sonst; – Arist. rhet. 1, 1 führt die πίστεις als künstliche Beweismittel an; πίστεσιν, αἷς ἄλλους πείθομεν, βουλευώμεθα, Isocr. 3, 8; vgl. noch Plat. παραμυθίας δεῖται καὶ πίστεως, Phaed. 70 b; auch = Versprechen, Verheißung, πίστεσιν ἐξαπατηθέντες, Xen. Cyr. 8, 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πίστις: ἡ, γεν. εως, Ἰων. ιος Ἐμπεδ. 413· δοτ. πίστει, Ἰων. πίστῑ Ἡρόδ. 3. 74· Ἰων. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. πίστῑς αὐτόθι 8· δοτ. πίστισι 4. 172· (πείθομαι). Τὸ πιστεύειν τινὶ «ἐμπιστοσύνη», Λατ. fides, fiducia, πρῶτον παρ’ Ἡσ. πίστεις καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας, «αἱ πίστεις, αἱ πρὸς ἐκείνους δηλονότι, οἷς οὐκ ἔδει πιστεύειν, καὶ αἱ ἀπιστίαι αἱ πρὸς ἐκείνους οἷς ἔδει πιστεύειν, ὤλεσαν ἄνδρας» (Μοσχόπ.), Ἔργ. κ. Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· π. ἔχει τινὶ Σοφ. Ο. Κ. 950, πρβλ. Ο. Τ. 1445, κτλ.· μετὰ γεν. προσ., πίστις περί τινος, εἴς τινα..., π. θεῶν Εὐρ. Μήδ. 414, Ἱππ. 1037· ― καθόλου, πεποίθησις περί τινος πράγματος, βεβαιότης ὑποκειμενική, Πινδ. Ν. 8. 73, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., σωφροσύνης πίστιν ἔχειν περί τινος, ἔχειν πεποίθησιν περὶ τῆς σωφροσύνης αὐτοῦ, Δημ. 300. 11· π. περί τινος ἔχειν Πλούτ. 2. 1101C. 2) μετὰ σημασίας ὑποκειμενικῆς, καλὴ πίστις, ἐμπιστοσύνη, τιμιότης, Λατ. fides, Θέογν. 1133, Ἡρόδ. 8. 105, Αἰσχύλ. Πέρσ. 443· θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπιστία Σοφ. Ο. Κ. 611· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀξιόπιστον, «ὑπόληψις», τὰν π. σμικρὰν παρ’ ἔμοιγ’ ἔχει Εὐρ. Ἠλ. 737· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 12, Πολύβ. 1. 35, 4. 3) ἐπὶ ἐμπορικῆς σημασίας, πίστις, ὑπόληψις ἐμπορική, ὡς τὸ Λατ. fides, πίστις τοσούτων χρημάτων ἐστί μοι παρά τινι Δημ. 962. 4, πρβλ. 958. 3· εἰς πίστιν διδόναι τί τινι ὁ αὐτ. 886. 25· οὕτως, ἐν πίστει κληρονόμος ἀπολειφθεὶς Πλουτ. Κικ. 41, ἔνθα (τ. 5, σ. 428) ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Κοραῆ, ἴδε καὶ Σουΐδ. ἐν λ. φεδεϊκόμισσα. 4) Θεολογικῶς, πίστις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὄψιν καὶ τὴν γνῶσιν, Καιν. Διαθ., Ἐκκλ. ΙΙ. τὸ παρέχον ἐμπιστοσύνην, 1) ὡς τὸ πιστόν, βεβαιότης, πεποίθησις, ἐγγύησις, οὐκ ἀνδρὸς ὅρκος πίστις ἀλλ’ ὅρκων ἀνὴρ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 290, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 887, Εὐρ. Ἱππ. 1055, Ἀντιφῶν 144. 18· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ ὅρκος καὶ δεξιά, Ἀριστ. Ρητ. 1. 14, 5, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 21· ἔμβαλε χειρὸς πίστιν Σοφ. Φιλ. 813· δός μοι χερὸς σῆς π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1632· πίστιν καὶ ὅρκια ποιοῦμαι, κάμνω συνθήκην ἀνταλλάσσων ἀμοιβαίας διαβεβαιώσεις καὶ ὅρκους, Ἡρόδ. 9. 92, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 39· οἶσιν... οὔτε π. οὔθ’ ὅρκος μένει Ἀριστοφ. Ἀχ. 308· οὕτω, πίστις (Ἰων. ἀντὶ πίστεις) ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 3. 8· πρός τινα Θουκ. 4. 51· ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλ. 1. 3, 12· πίστις διδόναι, παρέχειν διαβεβαιώσεις, Ἡρόδ. 9. 94, πρβλ. Θουκ. 4. 86· ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δοῦναι Ἀριστοφ. Λυσ. 1185· π. δοῦναί τινι Θουκ. 5. 45· π. διδόναι καὶ λαμβάνειν, ἀνταλλάσσειν, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 44· διδόναι καὶ δέχεσθαι ἀλλήλοιν Πλάτ. Φαῖδρ. 256D, πρβλ. Λυσίαν 121. 4., 154. 40· πίστι λαβεῖν ἢ καταλαβεῖν τινα, δέχεσθαί τινα εἰς φιλίαν ἐπὶ διαβεβαιώσει, Ἡρόδ. 3. 74., 9. 106· ― ὡσαύτως ἐπὶ ὅρκου, θεῶν πίστεις ὀμνύναι Θουκ. 5. 30· πίστιν ἐπιτιθέναι ἢ προστιθέναι τινὶ Δημ. 852. 15., 1270. 9, πρβλ. 1196, 16· ― μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., φόβων π., βεβαίωσις ἐναντίον φόβων, παραθάρρυνσις, Εὐρ. Ἱκέτ. 627. 2) μέσον καταπείσεως, ἐπιχείρημα, οἵοις χρῶνται οἱ ῥήτορες, Ἀντιφῶν 139. 18., 144. 34, Πλάτ. Φαίδων 70Β, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.· ― παρ’ Ἀριστ., τοὐναντίον τῷ ἀποδεικτικῷ ἐπιχειρήματι (ὅπερ καλεῖ ἀπόδειξιν), Ρητορ. 1. 1, 11., 1. 15, 1., 2, 20, 1· ἀλλὰ χρῆται ὁ αὐτ. τῇ λέξει καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας, π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 2, κτλ.· ἡ διὰ συλλογισμοῦ π. ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 8, 4. ΙΙΙ. τὸ παραδιδόμενον πρὸς φύλαξιν, παρακαταθήκη, Λατ. fideicommissum, πίστιν ἐγχειρίζειν τινὶ Ἐπιγρ. Βοιωτ. IVb. 42, Πολύβ. 5. 41, 2., 16. 22, 2· σὴ π., παραδεδομένη εἰς σὲ ὡς παρακαταθήκη, Ἑλληνικ. Ἐπιγράμματα 2618. 23.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. foi :
1 confiance en autrui : πίστιν ἔχειν τινί SOPH avoir confiance en qqn ; πίστιν φέρειν τινί SOPH ajouter foi à qqn;
2 au sens commercial confiance, crédit;
3 bonne foi : πίστι (ion.) λαμβάνειν τινά HDT accueillir qqn de bonne foi;
4 fidélité : διασῴζειν τι ἐν πίστει XÉN conserver qch fidèlement;
5 foi, croyance, conviction;
II. ce qui fait foi :
1 gage de foi, caution, garantie : ἐμβάλλειν χειρὸς πίστιν SOPH ou δοῦναι χερὸς πίστιν, donner la garantie de la main, càd donner la main comme gage ; πίστιν δοῦναί τινι THC donner un gage à qqn ; πίστιν λαμβάνειν XÉN recevoir une garantie ; πίστιν δοῦναι καὶ λαβεῖν XÉN se fournir mutuellement une caution, donner et recevoir un gage;
2 serment : θεῶν πίστεις ὀμνύναι THC jurer par les dieux;
3 engagement, pacte : πίστιν ποιέεσθαι HDT conclure un pacte ; πρός τινα, ἀλλήλοις XÉN avec qqn, les uns avec les autres;
III. foi, croyance : πίστις θεῶν EUR la foi aux dieux ; τι ἔχειν πίστιν ARSTT qch mérite créance, est digne de foi;
IV. moyen d’inspirer confiance, de persuader, preuve ; particul. preuve juridique.
Étymologie: R. Πιθ, lier ; v. πείθω.