προκαλέω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαλέω Medium diacritics: προκαλέω Low diacritics: προκαλέω Capitals: ΠΡΟΚΑΛΕΩ
Transliteration A: prokaléō Transliteration B: prokaleō Transliteration C: prokaleo Beta Code: prokale/w

English (LSJ)

   A call forth, D.C.44.34:—Pass., Plb.22.9.2; to be evoked, Epicur.Fr. 411.    B mostly Med., call out to fight, challenge, Αἴας δὲ πρῶτος προκαλέσσατο Il.13.809, cf. Od.8.142; ἴθι νῦν προκάλεσσαι . . Μενέλαον ἐξαῦτις μαχέσασθαι Il.3.432, cf. 7.39; προκαλέσσατο χάρμῃ ib.218; so, later, π. εἰς ἀγῶνα X.Mem.2.3.17, cf. Luc.Symp.20; εἰς μονομαχίαν Ael.VH1.24; μάχῃ Anacreont.12.7; ταῦτα π. τοὺς συνόντας thus... X.Cyr.1.4.4; challenge to drink, Critias Fr.6.7 D.; π. τινὰ συμπαίζειν; συγγυμνάζεσθαι, Anacr.14.4, Pl.Smp.217c: prov., ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ, Σωκράτη εἰς λόγους προκαλούμενος, of one who challenges another in his own department, Id.Tht.183d, cf. Men.268.    2 invite or summon, τινὰ ἐς λόγους Hdt.4.201, Th.3.34; ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου Id.4.19; ἐπὶ ξυμμαχίαν Id.5.43; ἐπὶ τιμωρίαν D.21.226; πρὸς τὸ συνδειπνεῖν Pl.Smp.217c; [ἰχθῦς] πρὸς τὴν θήραν π. entice them out, Arist. HA534a17; πρὸς αὑτόν τινας endeavour to attach them to oneself, Plb.3.77.7.    3 c. acc. et inf., invite one to do... Trag.Adesp. 165 (= Com.Adesp.1295), etc.; π. τινὰ ἐς λόγον ἐλθεῖν Isoc.5.91; εἰρήνην ποιεῖσθαι X.HG2.2.15, cf. Pl.Euthd.294b, etc.; προκαλούμεθα ὑμᾶς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ τῆς γῆς ἡμῶν ἀναχωρῆσαι Th.5.112; of things, αὐτὰ (sc. τὰ πράγματα) προκαλεῖται παρασκευάζειν τι invite, admonish, Arist.Pol.1331a22: also π. εἰ βούλοιντο . ., c. inf., Th.4.30.    4 abs., αὐτῶν προκαλεσαμένων at or after their invitation, ib. 20, cf. Pl.R.451c; appeal, προκαλεῖσθαι περί τινος ἐπὶ Ῥωμαίους Plb.24.9.13.    II c. acc. rei, offer, propose, δίκην Th.1.39, cf. 2.72, 73, Ar. Ach.984, etc.; τὰ εἰρημένα Th.5.37; τὰς σπονδάς Ar.Eq.796: with acc. pers. added, προκαλεῖσθαί τινας τὴν εἰρήνην offer them peace, Id.Ach. 652, cf. Pl.Euthphr.5a, Chrm.169c.    2 law-term, make an offer or challenge to the opponent for bringing about a decision, e.g. for submitting the case to arbitration, letting slaves be put to the torture, etc., προκαλοῦνται πρόκλησιν ἡμᾶς D.37.12, cf. 40.44, Antipho 1.6: c. acc. pers., challenge him, Id.6.23; π. εἰς πάντα τινάς ib.26; εἰς ἀντίδοσιν Lys.24.9; εἰς ὅρκον D.52.17; εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν Is.6.31 (leg. προσ-) ; π. τινά τι make one an offer, D.48.4, cf. 37.42: c. acc. et inf., π. τὴν μητέρα ὀμόσαι offer that she should take an oath, Id.55.27: c. inf. only, π. ἐθέλειν ἐπιδεῖξαι Id.27.50, cf. 54.27; also π. κατά τινος εἰς μαρτυρίαν Id.29.20 (προσκ- codd.):—Pass., π. περὶ Ἐπιδάμνου ἐς κρίσιν Th.l.34.    III call up or forth, εὐγένειαν E.HF308; τὸν Θησαυρὸν ἐς τουμφανές Luc.Tim.41; τρίχας Dsc.2.151.

German (Pape)

[Seite 727] (s. καλέω), hervor- oder herausrufen, gew. med. zu sich heraus-, vorrufen; bes. zum Kampf herausfordern, Il. 13, 809 Od. 8, 142; u. mit dem Zusatze μαχέσασθαι, Il. 3, 432. 7, 39. 50; auch πάντας προκαλέσσατο χάρμῃ, er forderte Alle zum Kampfe heraus, 7, 218. 285, Sp., προκαλεσάμενος τὸν Ἔρωτα κατεπάλαισεν εὐθύς, Luc. D. D. 7, 3; εἰς ἀγῶνα, Conv. 20; τινὰ μάχῃ, Anacr. 12, 7. So οὐχ ἃ κρείττων ᾔδει ὤν, ταῦτα προὐκαλεῖτο τοὺς συνόντας, Xen. Cyr. 1, 4, 4; auch ἐς λόγους, Her. 4, 201; πρὸς τὸ συνδειπνεῖν, Plat. Conv. 217 c. – Uebh. auffordern, ermuntern, veranlassen, zu Etwas, τινὰ ἐς λόγους, ἐς σπονδάς, ἐπὶ συμμαχίαν, Thuc. 3, 34. 4, 19. 5, 43, u. mit doppeltem. acc. der Person u. der Sache, προκαλεῖσθαί τινά τι, z. B. σπονδάς, εἰρήνην, Einen zum Frieden auffordern, ihm den Frieden vorschlagen, Ar. Ach. 627 Equ. 796; ἅπερ καὶ τὸ πρότερον ἤδη προὐκαλεσάμεθα, wozu wir auch schon früher aufforderten, was wir vorschlugen, Thuc. 2, 72, vgl. 73; αὐτῶν προκαλεσαμένων, auf ihre eigene Aufforderung, 4, 20, u. öfter; πολλὰ καὶ δίκαια προκαλεῖσθαί τινα, Dem. 30, 1; ἃ προὐκαλούμην αὐτόν, Plat. Euthyphr. 5 b, εἰπεῖν ἃ προκαλούμεθα, Legg. X, 885 e. συγ γυμνάζεσθαι αὐτὸν προὐκαλούμην, Conv. 217 b; προκαλεῖσθαι ἐπὶ τιμωρίαν, auffordern, Rache zu nehmen, Dem. 21, 226. καὶ παρορμῆσαι, Pol. 1, 1, 4; τινὰ εἰς διαλύσεις. 1, 31, 4, u. öfter; Sp., χεῖλος προκαλούμενον φίλημα, die zum Kusse richtssprache = der Gegenpartei ein außergerichtliches Beweismittel zur Entscheidung eines Rechtsstreites in Vorschlag bringen, z. B. die Sache eines Schiedsrichter zu übergeben, Zeugen verhören, zulassen u. dgl. vgl. Antiph. 1, 6. 6, 23 ff.; τὴν ἐμὴν μὴτέρα τὸν αὐτὸν ὅρκον ὀμόσαι προὐκαλούμην, ich erbot mich, meine Mutter solle denselben Eid schwören, Dem. 55, 27, u. öfter; übh. vor Gericht fordern, προκαλοῦμαί δε τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον, Luc. Tim. 46. – Sich auf Jem. berufen, an ihn appelliren, περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων ἐπὶ Ῥωμαίους, Pol. 26, 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

προκᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῶ ἐμπρός, Δίων Κ. 44. 34· καὶ ἐν τῷ παθ., Πολύβ. 23. 9, 2. Β. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προκαλῶ τινα ἔξω πρὸς ἐμαυτόν, προκαλῶ τινα εἰς μάχην, Λατιν. provoco, Αἴας δὲ πρῶτος προκαλέσσατο Ἰλ. Ν. 809, πρβλ. Ὀδ. Θ. 142· ἴθι νῦν προκάλεσσαι... Μενέλαον ἐξαῦτις μαχέσασθαι Ἰλ. Γ. 432, πρβλ. Η. 39· πάντας προκαλέσσατο χάρμῃ αὐτόθι 218· οὕτω μετέπειτα, πρ. εἰς ἀγῶνα Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, Λουκ. Συμπ. 20· εἰς μονομαχίαν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 24· μάχῃ Ἀνακρεόντ. 12. 7· ταῦτα πρ. τοὺς συνόντας, οὕτω..., Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· ― προκαλῶ εἰς πότον, Κριτίας 2. 7· πρ. τινα συμπαίζειν Ἀνακρ. 13· ― παροιμ., ἱππεῖς εἰς πεδίον προκαλεῖ, Σωκράτη εἰς λόγους προκαλούμενος, ἐπὶ ἀνθρώπου προκαλοῦντος ἕτερον εἰς ὅ,τι ἐκεῖνος ἀκριβῶς ἐξέχει, Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 3. 2) προκαλῶ ἐκ τῶν προτέρων, τινα ἐς λόγους Ἡρόδ. 4. 201, Θουκ. 3. 34· ἐς σπονδὰς καὶ διάλυσιν πολέμου ὁ αὐτ. 4. 19· ἐπὶ ξυμμαχίαν ὁ αὐτ. 5. 43· ἐπὶ τιμωρίαν Δημ. 586. 20· πρὸς τὸ συνδειπνεῖν Πλάτ. Συμπ. 217C· [ἰχθῦς] πρὸς τὴν θήραν πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 20· βουλόμενος προκαλεῖσθαι πρὸς ἑαυτόν, θέλω νὰ προσελκύῃ πρὸς ἑαυτόν, Πολύβ. 3. 77, 7. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., προσκαλῶ τινα νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Ἀποσπ. 903, κτλ.· πρ. τινα ἐς λόγον ἐλθεῖν Ἰσοκρ. 100C· εἰρήνην ποιεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, κτλ.· προκαλούμεθα δ’ ὑμᾶς φίλοι εἶναι καὶ ἐκ τῆς γῆς ὑμῶν ἀναχωρῆσαι Θουκ. 5. 112· ἐπὶ πραγμάτων, προκαλεῖται παρασκευάζειν τι, προσκαλεῖ, παραινεῖ, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 12, 1· ― ὡσαύτως, πρ. εἰ βούλοιντο... Θουκ. 4. 30. 4) ἀπολ., αὐτῶν προκαλεσαμένων, κατὰ πρόσκλησιν αὐτῶν, ὁ αὐτ. 4. 20, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 451C· ― ἐπικαλοῦμαι, ἀποτείνομαι πρός τινα, προκαλεῖσθαι ἐπί τινα περί τινος Πολύβ. 26. 2, 13. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., προτείνω, προσφέρω, προκαλ. δίκην Θουκ. 1. 39· πολλά, ταῦτα, κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 984, Θουκ. 2. 72, 73, κτλ.· τὰ εἰρημένα ὁ αὐτ. 5. 37· τὰς σπονδὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 796· καὶ μετ’ αἰτ. προσώπ., προκαλεῖσθαί τινα τὴν εἰρήνην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 652, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρονα 5Α, Χαρμ. 169C. 2) ὡς Ἀττικ. δικανικὸς ὅρος, προσφέρομαι νὰ διευκολύνω τὴν ἀπόφασιν ἢ προκαλῶ τὸν ἀντίδικον νὰ διευκολύνῃ τὴν ἀπόφασιν, οἷον διὰ διορισμοῦ διαιτητῶν, διὰ τοῦ βασανισμοῦ δούλων, πρὸς μαρτυρίαν, κτλ., προκαλοῦνται πρόκλησιν ἡμῖν (ἴδε πρόκλησις) Δημ. 969 ἐν τέλ., πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 15· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσώπ., προκαλῶ τινα, ὁ αὐτ. 144. 6· ὡσαύτως, πρ. τινα εἰς πᾶν ὁ αὐτ. αὐτόθι 22· εἰς ἀντίδοσιν Λυσ. 169. 12· εἰς ὅρκον Δημ. 1240. 27, πρβλ. Ἰσαῖ. 59. 22· ἔτι, πρ. τινά τι, προσφέρομαι, ὁ αὐτ. 1168. 7, πρβλ. 978. 16., 1021. 16· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., πρ. τὴν μητέρα ὀμόσαι, προσφέρομαι νὰ προσαγάγω αὐτὴν ὅπως ὀμόσῃ, Δημ. 1279. 15· μετὰ μόνου ἀπαρεμφ., πρ. ἐθέλειν ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. 829. 12, πρβλ. 1265. 13· ὡσαύτως, πρ. κατά τινος εἰς μαρτυρίαν Δημ. 850. 13. ― Παθ., πρ. ἐς κρίσιν περί τινος Θουκ. 2. 34. ΙΙΙ. προκαλῶ τι νὰ ἐμφανισθῇ, προκαλούμεθ’ εὐγένειαν, ὦ γέρον, σέθεν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 308· τὸν θησαυρὸν ἐς τοὐμφανὲς Λουκ. Τίμ. 41. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προκαλεῖσθαι· ποτὲ μὲν ἐπὶ τοῦ ἀλαζονικοῦ, εἰς ἅμιλλαν ἀρετῆς καλεῖσθαί τινα· ποτὲ δὲ ἐπὶ τοῦ ἀγομένου καὶ προτρεπομένου», καὶ «προκαλεῖται· καλεῖ, προτρέπει». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. κ΄.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
appeler au dehors;
Moy. προκαλέομαι-οῦμαι appeler en son nom :
1 provoquer : τινα χαρμῇ IL qqn à un combat ; εἰς ἀγῶνα XÉN provoquer à une lutte ; avec l’inf. προκαλεῖν μάχεσθαι IL provoquer à combattre;
2 inviter, engager : προκαλεῖσθαί τινα ἔς τι inviter qqn à qch;
3 exhorter, exciter : τινα ἔς τι ou ἐπί τι qqn à qch, presser qqn de faire qch;
4 assigner en justice.
Étymologie: πρό, καλέω.