ἀνάπτω

From LSJ
Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπτω Medium diacritics: ἀνάπτω Low diacritics: ανάπτω Capitals: ΑΝΑΠΤΩ
Transliteration A: anáptō Transliteration B: anaptō Transliteration C: anapto Beta Code: a)na/ptw

English (LSJ)

   A make fast on or to, Hom. (only Od.), ἐκ δ' αὐτοῦ [ἱστοῦ] πείρατ' ἀνῆπτον Od.12.179, cf. 51, 162; πρυμνήσι' ἀνάψαι 9.137: c. dat., γαίῃ A.R.2.177; ἀ. τι πρός τι E.HF1012:— Med., ἐκ τοῦδ' ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων to him will we moor our bark, i.e. he shall be our protector, Id.Med.770, etc.; θεοῖσι κῆδος ἀνάψασθαι form a close connexion with... Id.Tr.845; χάριτας ἔς τινα ἀ. confer favours on... Id.Ph.569; also, fasten to oneself, ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀ. Din.1.36; take in tow, ναῦν D.S.13.19, Plu.Cam.8; τὸ κράτος Ph. 1.474:—Pass., to be fastened or fasten oneself on to, cling to, c. gen., πέπλων E.HF629: c. dat., κίοσιν ib.1038 (prob., lyr.); have a thing fastened on one, περιβόλαι' ἀνήμμεθα ib.549.    2 hang up in a temple, offer up, like ἀνατίθημι, πολλὰ δ' ἀγάλματ' ἀνῆψεν Od.3.274, cf. Arist.Fr.572, Lyc.853, Philostr.VA1.11, Tryph.256.    3 metaph., fasten upon, attach to, μῶμον ἀνάψαι Od.2.86; αἷμα ἀ. τινί a charge of bloodshed, dub. in E.Andr.1196, cf. Ps.-Phoc.70, etc.; κήδε' ἀνῆπταί τινι A.R.2.245; ascribe, refer to, τοὺς λόγους εἰς ἀριθμοὺς ἀ. Arist.Metaph.1078b22; ἀρχήν, αἰτίαν ἀ. εἰς τὸν Πύθιον Plu.Lyc.6, etc.; χάριν ἀ. τινί ascribe a favour to him, Id.Ant.46; τὴν χάριν εἰς Καίσαρα πάντων ἀνῆπτεν Id.Brut.6; τοῖς ἐκ τοῦ θεοῦ τὴν εὐδαιμονίαν ἀνάψασι Porph.Abst.2.3:—Med., attach oneself, πρὸς πολλούς Phld. Herc.1457.8.    II light up, kindle, λύχνα Hdt.2.133; πῦρ E.Or. 1137; φῶς Pl.Ti.39b; πυρὶ ἀ. δόμους E.Or.1594: metaph., νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ' ἀνάψει Id.Med.107:—Pass., to be kindled, Zeno Stoic. 1.31, etc.    2 inflame with anger, Lib.Or.68.35:—Pass., ib.33.15, Ps.-Callisth.3.22; excite emotionally, Phld.Po.1425.20.    3 intr., to be lighted up, Arist.Mir.841a32.

German (Pape)

[Seite 204] 1) anheften, an etwas befestigen, πείρατ' ἀνήφθω ἔκ τινος, sollen angebunden werden an etwas, Od. 12, 51; vgl. Ap. Rh. 2, 160; auch im med.; so Eur. Med. 748; πρός τι, Herc. f. 1011; ἀγάλματα, ὑφάσματά τε χρυσόν τε, aufstellen in Göttertempeln, weihen, Od. 3, 274; μῶμον 2, 86, einen Tadel, Schandfleck anhängen; so αἶσχός τινι Agath. 3 (V, 302); übh. beilegen, zuschreiben, αἷμα εἴς τινα, den Mord ihm anrechnen, Eur. Andr. 1197; χάριν τινί Plut. Ant. 46; τὴν αἰτίαν τῆς πόλεως ἐς τὸν Πύθιον ἀνῆψε Lyc. 6, u. öfter (vgl. τί νύ τοι τόσα κήδε' ἀνῆπται Ap. Rh. 2, 245) – Med., sich anhängen, τινός, an etwas, πέπλων Eur. Herc. Fur. 629 u. Sp.; eigthümt. Dinarch. 1, 36 ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀναψάμενος, wozu Bekk. Aesch. 3, 164 vgl., einen Brief nur zur Schau in den Händen haltend; an sich anknüpfen, ναῦς, eroberte Schiffe mit sich fortführen, Diod. Sic. 13, 19. 14, 60; Plut. Cam. 8; – χάριν τινί, Jemandem danken, Ap. Rh. 2, 114; – aber χάριτας εἴς τινα, Einem Gunst zu Theil werden lassen, Eur. Phoen. 572; κῆδός τινι, Verwandtschaft mit Einem knüpfen, Troad. 845; – anziehen, στέρνοις νεβρίδα Agath. 31 (VI, 172); übertr., οὐδ' ἔτι τάρβος ἀνάψομαι, ich werde keine Furcht mehr haben, Ap. Rh. 2, 643. – 2) anzünden, φῶς Plat. Tim. 39 b; Eur. πῦρ θεοῖς Or. 1137 u. πυρὶ δόμους 1594; übertr., μείζονι θυμῷ Med. 107, u. öfter Sp., auch von Fieberanfällen; – παστὰς λαμπάδι ἀνήπτετο, wurde erleuchtet, Thall. (VII, 188).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπτω: μέλλ. -ψω: δένω στερεῶς εἴς τι ἢ ἐπάνω εἴς τι, Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.), ἐκ δ’ αὐτοῦ [τοῦ ἱστοῦ] πείρατ’ ἀνῆπτον, προσέδεσαν καλῶς τὰ σχοινία εἰς τὸν ἱστόν, Ὀδ. Μ. 179, πρβλ. 51, 162· πρυμνήσι ἀνάψαι Ι. 137· μετὰ δοτ., γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 177· ἀν. τι πρός τι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· τι εἴς τι Ἀριστ. Μεταφ. 12. 4, 3: ― Μέσ., ἐκ τοῦδ’ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων, ἐκ τούτου θὰ δέσωμεν τὰ σχοινία μας, ἐκ τούτου θὰ προσδέσωμεν τὸ πλοῖόν μας, ὅ. ἐ. οὗτος θὰ εἶναι ὁ προστάτης μας, Εὐρ. Μήδ. 770, κτλ.· θεοῖσιν κῆδος ἀνάψασθαι, συνάψαι στενὴν σχέσιν..., ὁ αὐτ. Τρῳ. 845· χάριτας εἴς τινα ἀν., ἐπιδαψιλεύω χάριτας εἴς τινα, ὁ αὐτ. Φοίν. 569· ἀλλ’ ὡσαύτως, προσδένω πρὸς ἐμαυτόν, σύρω, ῥυμουκλῶ, ναῦν Διόδ. 13. 19, Πλουτ. Κάμιλλ. 8· τὸ κράτος Φίλων 1. 474: ― Παθ., προσδένομαι ἢ προσκολλῶμαι (προσκολλῶ ἐμαυτὸν) εἰς..., ἐμμένω· μετὰ γεν., π. χ. πέπλων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 629· ἀμφί τινι αὐτόθι 1038· ἀνῆφθαί τι, ἔχειν τι προσηρτημένον, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου suspensi loculus, αὐτόθι 549· ἐπιστολὴν ἐκ τῶν δακτύλων ἀν. Δείναρχ. 94. 41. 2) ἀναρτῶ τι ἐντὸς ναοῦ, προσφέρω ὡς ἀνάθημα, ἀφιερῶ, ὡς τὸ ἀνατίθημι, πολλὰ δ’ ἀγάλματα ἀνῆψεν Ὀδ. Γ. 274, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 532, Λυκόφρ. 853, Τρυφ. 256. 3) μεταφρ., προσάπτω, ἀναφέρω, ἀποδίδω, μῶμον ἀνάψαι Ὀδ. Β. 86· αἷμα ἀν. τινί, ἀποδίδω τὴν αἱματοχυσίαν εἴς τινα, Εὐρ. Ἀνδρ. 1197, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 65, κτλ., τί νύ τοι τόσα κήδε’ ἀνῆπται; Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 245: ― ἀνάγωἀναφέρω εἴς τι, συνδέω, τοὺς λόγους εἴς ἀριθμοὺς ἀν. Ἀριστ. Μεταφ. 12. 4, 3· ἀρχήν, αἰτίαν ἀν. εἴς τινα Πλουτ. Λυκοῦργ. 6, κτλ., καὶ Μοναίσῃ τὴν χάριν ἀνάπτων, καὶ ἀποδίδων τὴν χάριν εἰς τὸν Μοναίσην, δηλ. εἰς ὃν ὀφείλεται, ὁ αὐτ. Ἀντών. 46· ἀλλά, τὴν χάριν τινὸς ἀν. εἴς τινα, ἀναφέρω τὴν εὐγνωμοσύνην τινὸς εἴς τινα, ὁ αὐτ. Βροῦτ. 6. ΙΙ. ἀνάπτω, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν λύχνα Ἡρόδ. 2. 133· πῦρ Εὐρ. Ὀρ. 1137· φῶς Πλάτ. Τίμ. 39B· ὡσαύτως, πυρὶ ἀν. δόμους Εὐρ. Ὀρ. 1594: ― μεταφ., νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ’ ἀνάψει ὁ αὐτ. Μήδ. 107· ἀναφθέντος τοῦ δήμου, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 51. 42. 2) ἀμεταβ., ἀναλάμπουσι καὶ ἀνάπτουσι, περὶ καιομένων λίθων, Ἀριστ. π. Θαυμ. 115.

French (Bailly abrégé)

1f. ἀνάψω, ao. ἀνῆψα;
attacher en haut : τι ἔκ τινος attacher une chose à une autre plus élevée (des cordages à un mât, des amarres à terre, etc.) ; ἀν. ἀγάλματα OD suspendre des images ou des statuettes (au mur d’un temple) ; fig. μῶμον ἀν. OD attacher de la honte au nom de qqn, couvrir qqn de honte ; αἰτίαν ἀν. εἴς τινα PLUT faire remonter à qqn la cause de qch;
Moy. ἀνάπτομαι;
1 attacher à soi ou sur soi : βρόχον κρεμαστὸν ἀγχόνης EUR s’attacher un lacet pour se pendre ; ναῦν PLUT remorquer un navire;
2 attacher (qch de soi) à : ἔκ τινος ἀν. κάλων EUR attacher le câble de son navire au mur d’un port.
Étymologie: ἀνά, ἅπτω¹.
2f. ἀνάψω, ao. ἀνῆψα;
allumer (un flambeau).
Étymologie: ἀνά, ἅπτω².

English (Autenrieth)

aor. ἀνῆψα, pass. perf. imp. ἀνήφθω: fasten up, attach, freq. of cables, Od. 12.162 ; ἐκ δ' αὐτοῦ πείρατ ἀνήφθω, ‘let the rope-ends be tied to the mast itself,’ Od. 12.51; met., μῶμον, Od. 2.86.