εἴβω
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
Ep. for λείβω,
A drop, let fall in drops, ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβε Od.4.153:—Med., ἀπ' ὄσσων . . δ' εἰβομένα ῥέος (prob. for λειβ-) A.Pr. 401; δάκρὐ εἰβομένη (Triclin. for δάκρυα λειβ-) S.Ant.527 (anap.): —Pass., trickle down, Hes.Th.910, A.R.2.664.
German (Pape)
[Seite 722] ep. = λείβω, am häufigsten in der Vrbdg δάκρυον εἶβον, Thränen vergießen, Od. 4, 114. 23, 33. – Pass., niedertropfen. niederrinnen; τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο Hes. Th. 910; ἱδρὼς εἴβεται ἐκ λαγόνων Ap. Rit. 2, 664. – Med. = act., Soph. Ant. 523 κάτω δάκρυ' εἰβομένη.
Greek (Liddell-Scott)
εἴβω: Ἐπ. (χάριν τοῦ μέτρου) ἀντὶ τοῦ λείβω, στάζω, ἀφίνω νὰ στάζῃ, Ὅμ. ὁ ὁποῖος τακτικῶς μεταχειρίζεται αὐτὸ ἐν τῇ φράσει, δάκρυον εἴβειν Ὀδ. Π. 332, κτλ.· ὡσαύτως, κατὰ δάκρυον εἴβειν, πρβλ. τὸ ῥῆμα κατείβω· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπ’ ὄσσων... δ’ εἰβομένα ῥέος (καθ’ Ἕρμαννον ἀντὶ τοῦ λειβομένα) Αἰσχύλ. Πρ. 400· δάκρυ’ εἰβομένη (κατὰ Τρικλιν. ἀντὶ δάκρυα λειβ-) Σοφ. Ἀντ. 527, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: - Παθ., στάζω, πίπτω κατὰ σταγόνας, Ἡσ. Θ. 910, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 622.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. εἶβον;
Pass. seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. εἴβετο;
répandre, verser.
Étymologie: cf. λείβω.
English (Autenrieth)
(cf. λείβω), ipf. εἶβον: shed, let fall, always with δάκρυον.