ἐκδέω
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
A bind so as to hang from, fasten to or on, c. gen., πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Od.10.96 ; [δρῦς] ἔκδεον ἡμιόνων they bound the oaks to the mules, i.e. they yoked the mules to them, Il.23.121 ; τοῦ τείχους Aen.Tact.11.6 : abs., σανίδας ἐκδῆσαι ὄπισθε bind planks behind, Od. 22.174 ; χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες E.Andr.556 : metaph., trace the dependence of one thing on another, Plot.3.3.1 : —Med., bind a thing to oneself, hang it round one, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα Hdt.4.76 ; also, bind or fasten for oneself, ἀκταῖσιν..πεισμάτων ἀρχάς E.Hipp.761 (lyr.); τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου IG14.1284 :—Pass., Luc.Hist.Conscr. 29, al.
German (Pape)
[Seite 756] (s. δέω), an Etwas festbinden, anbinden; δρῦς ἔκδεον ἡμιόνων, sie banden die Eichen an Mauleseln fest, spannten diese zum Fortziehen davor, Il. 23, 121; σανίδας ἐκδῆσαι, die Thüren an den Pfosten anbinden, sie schließen, Od. 22, 174; χέρας βρόχοισιν, an einander binden, Eur. Andr. 556 u. Sp., wie Luc., δράκοντας ἐπὶ κοντῶν ἐκδεδεμένους, darauf festgebunden. – Med., sich Etwas festbinden, ἀγάλματα, umhängen, Her. 4, 76; wie das act. ἀκταῖσιν ἐκδήσαντο πλεκτὰς πεισμάτων ἀρχάς Eur. Hipp. 761, am Gestade; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδέω: μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔκ τινος, προσδένω εἴς τι, ἐξαρτῶ, μετὰ γεν. πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Ὀδ. Κ. 96· δρῦς ἔκδεον ἡμιόνων, ἔδενον τὰς δρῦς εἰς τὰς ἡμιόνους ὅπως ἕλκωσιν αὐτάς, Ψ. 121· ἀπολ., σανίδας ἐκδῆσαι ὄπισθεν, κλεῖσαι, στερεῶσαι, δῆσαι τὴν θύραν ὄπισθεν διὰ τοῦ ἱμάντος, ἢ κατὰ τὸν Merry νὰ δέσωσι σανίδας εἰς τὴν ῥάχιν αὐτοῦ πρὸς τιμωρίαν (πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940), Ὀδ. Χ. 174· χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες Εὐρ. Ἀνδρ. 556: - Μέσ., δένω τι «ἐπάνω μου», κρεμῶ τι περὶ ἐμαυτόν, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα, προστηθίδια ἢ τύπους τινάς, Ἡρόδ. 4. 76· ὡσαύτως, δένω ἢ στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, ἀκταῖσιν... πεισμάτων ἀρχάς, τὰς ἄκρας τῶν σχοινίων, Εὐρ. Ἱππ. 761· τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 96.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. inf. ἐκδῆσαι et part. ἐκδήσας;
lier à : τί τινος attacher une chose à une autre (un câble à un rocher, etc.);
Moy. (seul. ao. et pqp.);
1 attacher à : τί τινι une chose à une autre;
2 abs. attacher à soi-même, càd suspendre à son cou, acc..
Étymologie: ἐκ, δέω.
English (Autenrieth)
ipf. ἔκδεον, aor. inf. ἐκδῆσαι, part. ἐκδήσᾶς: bind or tie to; w. gen., Il. 23.121.