εὐδείελος
English (LSJ)
ον,
A clear, distinct, Hom. (only in Od.), usu. of Ithaca, 2.167,9.21, etc.: generally, ἦ πού τις νήσων εὐδείελος 13.234; farseen, Κρόνιον Pi.O.1.111; ἄστυ Orac. ap. Eus.PE6.7. II open to the sun, sunny, χθὼν Ἰαολκοῦ Pi.P.4.76; Κρίση h.Ap.438; ὅσσα φύει εὐ. αἶα Euph.50. (In signf. 1 perh. fr. δέελος (dub. l.), δῆλος (Δεᾰλος?): the alternative expl. from δείλη (cf. supr. 11) given by ancient Gramm., e.g. Apollon.Lex. and Str.9.2.41, does not suit signf. 1, but suits the forms.)
German (Pape)
[Seite 1061] in Hom. Od. Beiw. von Ithaka, 2, 167. 9, 21. 13, 212. 14, 344. 19, 132, u. von Inseln übh., 13, 234; von Krise, H. h. Apoll. 438; bei Pind. Ol. 1, 111 vom Kronoshügel bei Olympia u. P. 4, 76 von der Hafenstadt Iolkus, wie nach Strab. IX, 415 u. Eust. auch die Stadt Aspledon dies Beiw. hatte u. bei St. B. v. Θάσσος in einem Orak. εὐδείελον ἄστυ vorkommt; auch αἶα, Euphor. Schol. Arat. 519; entweder, Butim. Lexil. II S. 191, von δείλη = εἵλη (wie schon alte Gramm. es für εὐείελος mit eingeschaltetem δ erkl., Schol. Od. 9, 21 schön im Abendlichte liegend, schön beleuchtet), der Nachmittagssonne ausgesetzt, sehr sonnig u. heiß; od. von δῆλος, δέελος (wie Apollon. Lex. Hom. · und Schol.), sehr sichtbar, in die Augen fallend, wie Inseln, bes. solche mit hohen Felsenufern, wie Ithaka, od. Hafenstädte von fern schon in deutlichen Umrissen gesehen werden. Falsch von δείλη, Abend, als Himmelsgegend, ganz gegen Westen gelegen, was wohl von Ithaka, aber nicht von Iolkus gelten kann.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδείελος: -ον, (ἴδε ἐν τέλ.) εὔδηλος, φανερός, μακρόθεν ὁρατός, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), τὸ πλείστον ὡς ἐπίθετον τῆς Ἰθάκης, Ὀδ. Β. 167, Ι. 21, κτλ.· ἐπὶ νήσων καθόλου, ἦ πού τις νήσων εὐδείελος Ν. 234· πιθ. διὰ τὸ εὔδηλον αὐτῶν, διότι «πᾶσαι αἱ νῆσοι συγκρινόμεναι ἠπείροις εὐδηλότατα ἔχουσι τὰ ὅρια» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 167 (περιγραφὴ λίαν ἁρμόζουσα τῇ Ἰθάκῃ)· οὕτως ὁ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 178 καλεῖ τὸ ἐν Ὀλυμπίᾳ Κρόνιον εὐδείελον, μακρόθεν ὁρατόν· πρβλ. εὐαγὴς Γ. ΙΙ. μετέπειτα, ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἥλιον, εὐήλιος, ὡς ἐν Πινδ. Π. 4. 136 ἡ Ἰωλκὸς καλεῖται εὐδ. χθών, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ὀρεινὰς κατοικίας τοῦ Ἰάσονος (τοὺς αἰπεινοὺς σταθμούς)· οὕτω περὶ τῆς Κρίσης μετὰ τοῦ ἀναπεπταμένου αὐτῆς πεδίου πρὸς νότον, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 434· ὅσα που φύει εὐδείελος αἶα Εὐφορ. 54. (Ἀναμφιβόλως εἶναι ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ δέελος, δῆλος, ἴδε ἐν λ. δῖος. Ὁ Στράβ. καί τινες γραμμ. θεωροῦσι τὴν δευτέραν σημασίαν ὡς τὴν μόνην, πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. δειλή 7-9· ἄλλοι ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν διὰ τοῦ δυσμικός, = δυτικός, ἐκ τοῦ δείλη, ἑσπέρα, ὅπερ ἁρμόζει μὲν εἰς τὴν Ἰθάκην, ἀλλ᾿ οὐχὶ εἰς πάσας τὰς νήσους καὶ βεβαίως οὐχὶ εἰς τὴν Ἰωλκόν, ἥτις ἔκειτο κατὰ τὴν ἀνατολικὴν παραλίαν, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on aperçoit de loin, très visible.
Étymologie: εὖ, δέελος.
English (Autenrieth)
(if from δείλη) westering, sunny; (if from δέελος, δῆλος) clearly or far seen; epith. of islands, esp. Ithaca, Od. 2.167. (Od.)