ἐπαινός

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαινός Medium diacritics: ἐπαινός Low diacritics: επαινός Capitals: ΕΠΑΙΝΟΣ
Transliteration A: epainós Transliteration B: epainos Transliteration C: epainos Beta Code: e)paino/s

English (LSJ)

ή, όν, only in fem. ἐπαινή,

   A awesome, epith. of Περσεφόνεια in Il.9.457, Od.10.491, al., Hes.Th.[768]; of Hecate, Luc.Nec.9; of Demeter, prob. in AP11.42 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 895] ή, όν, nur im fem. ἐπαινὴ Περσεφόνεια, Il. 9, 457. 569 Od. 10, 491. 534. 11, 47 Hes. Th. 768, nach den Alten δεινή, φοβερά, also verstärkt für αἰνή, denn sie ist die Göttinn des furchtbaren Todtenreichs, oder nach den Schol. κατ' ἀντί. φρασιν ἣν οὐκ ἄν τις ἐπαινέσειεν, auch wohl ἣν ἄν τις ἐπαινῶν παραιτήσαιτο, ὡς παραιτητήν, Plut. aud. poet. 5 p. 86, also euphemistisch, die Gepriesene, schwerlich richtig; Buttm. Lexil. II p. 114 ff. schreibt ἐπ' αἰνή, da in den erwähnten Stellen sie immer neben dem Hades genannt wird, u. dazu die furchtbare P.; nur bei Luc. Necyom. 9 steht sie allein.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαινός: -ή, -όν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Ι. 457, 569, ἐν Ὀδ. Κ. 491, 534., Λ 47, καὶ παρ’ Ἡσ. ἐν Θεογ. 768, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ θηλ. (ἐπαινὴ Περσεφόνεια) ὡς ἐπίθετον τῆς θεᾶς ὅταν ἀναφέρηται μετὰ τοῦ ῞ᾼδου· οὕτω καὶ παρὰ τῷ Λουκ. ἐν Νεκ. 9 μετὰ τῆς Ἑκάτης (διότι ἄλλως καλεῖται ἀγαυή, κτλ.). Κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἐπίτασις τοῦ ἁπλοῦ αἰνή, καθ’ ὑπερβολὴν δεινή, φοβερά, ἀλλὰ τοῦτο ὁ Βουττμ. (Λεξίλογ. ἐν λ. αἶνος 3) ἀπορρίπτει ὡς ἀντίθετον τῇ ἀναλογία, καὶ ἀναγινώσκει διῃρημένως. ἐπ’ αἰνὴ Περσεφόνεια, προσέτι ἡ φοβερὰ Περσ. Ἄλλοι πάλιν θεωροῦσι τὸ ἐπαινὴ ὡς ἐπιτομὴν τοῦ ἐπαινετή, κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ ἀμύμων, κτλ. - Ἀρσενικὸν ἢ οὐδέτ. τῆς λέξεως δὲν ἀπαντᾷ.

English (Autenrieth)

(αἰνός): only fem.; the dread Persephone, consort of Hades.