ὠτειλή

From LSJ
Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτειλή Medium diacritics: ὠτειλή Low diacritics: ωτειλή Capitals: ΩΤΕΙΛΗ
Transliteration A: ōteilḗ Transliteration B: ōteilē Transliteration C: oteili Beta Code: w)teilh/

English (LSJ)

ἡ,

   A wound, esp. a fresh, open wound, Il. (acc. to Ammon. Diff.pp.104,144, opp. οὐλή) ; δεῖξεν . . αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Il.5.870; αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξὠ. 11.266, cf. 17.297; δόρυ χάλκεον ἐξὠ. εἴρυσε 16.862; ὠτειλὴν . . δῆσαν ἐπισταμένως Od.19.456;—Aristarch. considered ὠτειλή as restricted in Hom. to a wound inflicted hand to hand, not by a missile, χαλκοτύπους ὠ. Il.19.25, and therefore he rejected as spurious 4.140, 149, cf. Sch.Il.4.140, 11.266, 18.351.    II after Hom. (esp. in Hp.) generally, wound, whether recent or not, κίνδυνος ἂν εἴη συρραγῆναι τὰς ὠ. Hp.Art.11; also, the mark of a wound, scar, ὅταν τὰ ἕλκεα ἐς ὠτειλὰς ἴῃ ibid., cf. Ruf.Ren.Ves. Praef.: ulcer, Gal.19.157:—once in X., τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν τὰς ὠτειλὰς [φανερὰς add. codd. plerique] εἶχεν An.1.9.6, cf. Plu.Cor. 14, 2.276d, Jul.Caes.309c. (Prob. fr. οὐτάω (so Sch.A Il.14.518); cf. οὐταμένη ὠτειλή Il.14.518, 17.86; Aeol. ὀτέλλα (sic) Jo.Gramm. Comp. (in Hoffmann Die griechischen Dialekteii.488); cf. γατειλαί (for ϝατ-) and βωτ[ε]άζειν).)

Greek (Liddell-Scott)

ὠτειλή: ἡ, τραῦμα, μάλιστα δὲ πρόσφατον, ἀνοικτὸν τραῦμα, Ἰλ. (κατὰ τὸν Ἀμμών. σ. 107, 150, ἀντίθετον τῷ οὐλή)· δεῖξεν δ’ ἄμβροτον αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Ἰλ. Ε. 870· αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Λ. 266, πρβλ. Ρ. 297· δόρυ χάλκεον ἐξ ὠτ. εἴρυσε Π. 862, πρβλ. Ὀδ. Κ. 164· ὠτειλὴν.. δῆσαν ἐπισταμένως Ὀδ. Τ. 456 ― ὁ Ἀρίστρχ. ἐδέχετο ὅτι τὸ ὠτειλὴ σημαίνει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον τραῦμα προξενούμενον ἐν συμπλοκῇ ἐκ τοῦ συστάδην, δι’ ὅπλου ὃν ὁ πλήττων κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα καὶ οὐχὶ διὰ βέλους ἢ ἀκοντίου ῥιπτομένου, ὠτ. χαλκοτύπους Ἰλ. Τ. 25, διὸ ὠβέλιζεν ὡς νόθους τοὺς ἐν τῷ Δ. στίχ. 140, 149· ἴδε Lebrs Aristarch. 69. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ λέξις κυρίως ἀναφαίνεται ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ., παρ’ ὧ κεῖται ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ τραύματος εἴτε προσφάτου εἴτε μή, 788Α, κλπ.· ὡσαύτως σημεῖον ἰαθέντος τραύματος, οὐλή, 789C, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, = ἔλκος. Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ.· ― ἅπαξ παρὰ Ξεν., τὰς ὠτειλὰς εἶχε, τὰ σημεῖα τοῦ τραύματος, Ἀνάβ. 1. 9, 6· οὕτω, Πλουτ. Κοριολ. 14., 2. 276C. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐτάω, τρεπομένου τοῦ ου εἰς ω, ὡς ἐν τῇ Δωρικῇ διαλέκτῳ· πρβλ. οὐταμένη ὠτειλὴ Ἰλ. Ξ. 518, Ρ. 86).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
blessure :
1 dans Hom. blessure fraîche, ouverte;
2 blessure fermée, cicatrice en prose touj. en ce sens.
Étymologie: οὐτάω.

English (Autenrieth)

wound.