πάταγος

From LSJ
Revision as of 12:23, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάτᾰγος Medium diacritics: πάταγος Low diacritics: πάταγος Capitals: ΠΑΤΑΓΟΣ
Transliteration A: pátagos Transliteration B: patagos Transliteration C: patagos Beta Code: pa/tagos

English (LSJ)

[πᾰ], ὁ,

   A clatter, crash, as of trees falling, π. δέ τε ἀγνυμενάων (sc. γίγνεται) Il.16.769 ; π. δέ τε γίγνετ' ὀδόντων chattering of the teeth, 13.283 ; plash of a body falling into water, ἐν δ' ἔπεσον μεγάλῳ π. 21.9, cf. Pi.P.1.24 ; rattle or crash of thunder, Ar.Nu. 382, cf. Arist. Mu.395a13 ; π. ἀνέμων D.H.Comp.16 ; rumbling caused by flatulence, Hp.VM22 ; but never of the human voice (exc. in late Greek, βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ἐν ὑποκρίσει τὸν ἔξηχον π. Porph.Chr.35) : hence βοῇ καὶ πατάγῳ χρεώμενοι means, with a great shouting and clashing of arms, Hdt.3.79, cf. 7.211 ; π. δορός A.Th.103 (lyr.) ; τόξων S.Tr.518 (lyr.) ; ἀσπίδων E.Heracl.832, Ar.Ach.539 ; π. χύτρειος Id.Lys.329 (lyr.). (Onomatop. word.)

German (Pape)

[Seite 534] ὁ (onomatop.), das Klappern, Rasseln, jedes durch das Zusammentreffen, Aneinanderschlagen oder Zerbrechen harter Körper entstehende Geräusch oder Getöse; Il. 16, 769; π. ὀδόντων, das Zähneklappern, 13, 283; das Klatschen oder Patschen der Wellen, oder wenn ein schwerer Körper ins Wasser fallt, 21, 9; πέτρας φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ, Pind. P. 1, 24; δορός, Aesch. Spt. 99; τόξων, Soph. Tr. 518; Ἄρεος, Ant. 125; ἀσπίδων, Ar. Ach. 539; χυτρείου, Lys. 329; u. in Prosa, βοῇ καὶ πατάγῳ ἐπήϊσαν, Her. 7, 211, vgl. 3, 79. 8, 37; διὰ τραχύτητα καὶ πάταγον τοῦ ῥεύματος, Plut. Pyrrh. 2; τῶν ὀνομάτων, Luc. Tim. 1.

Greek (Liddell-Scott)

πάταγος: ὁ, κρότος τραχὺς καὶ ἰσχυρός, οἷον ὁ τῶν πιπτόντων δένδρων, π. δέ τε ἀγνυμενάων (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἰλ. Π. 769· π. δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων, κρότος τῶν ὀδόντων συγκρουομένων, Ν. 283· ὁ κρότος σώματος πίπτοντος εἰς τὸ ὕδωρ, ἐν δ’ ἔπεσον μεγάλῳ πατ. Χ. 9, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 46· ὁ κρότος ὁ ἰσχυρὸς τῆς βροντῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 382, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 17· π. ἀνέμων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· ― ἀλλ’ οὐδέποτε ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, ὥστε τὸ παρ’ Ἡροδ. 3. 79, βοῇ καὶ πατάγῳ χρεόμενοι σημαίνει, μετὰ μεγάλων φωνῶν καὶ κρότου (πιθαν. τῶν ὅπλων), πρβλ. 7. 211., 8. 37· οὕτω, π. δορὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 104· τόξων Σοφ. Τρ. 517· ἀσπίδων Εὐρ. Ἡρακλ. 832, Ἀριστοφ. Ἀχ. 539· ὡσαύτως, π. χύτρειος ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 329. Λέξ. κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. πατάσσω, πλαταγών, πλαταγέω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bruit de deux corps qui s’entrechoquent ; claquement de dents, clapotement de l’eau par suite de la chute d’un corps pesant;
2 grand bruit, fracas en gén.
Étymologie: R. Πατ, frapper, heurter ; cf. πταίω, v. πατάσσω, παταγέω.

English (Autenrieth)

any loud sound of things striking together, crash of falling trees, chattering of teeth, dashing of waves, din of combat, Il. 16.769, Il. 13.283, Il. 21.9, 387.

English (Slater)

πᾰτᾰγος
   1crash πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ (P. 1.24)