χαλινός
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
(Aeol. χάλιννος prob. in Et.Gud.561.5), ὁ, heterocl. pl.
A χαλινά A.R.4.1607, Opp.H.1.191, Plu.2.613c, Sor.1.100, etc.:—bit, once in Hom., ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον Il.19.393; χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις E.Alc.492; χ. ἐξαιρεῖται X.Eq.3.2; of the horse, χ. οὐκ ἐπίσταται φέρειν (metaph. of Cassandra) A.Ag.1066; χ. δέχεσθαι, λαμβάνειν, X.Eq.3.2, 6.10; λαβεῖν, ἔχειν, Arist.Rh.1393b16, 21; τὸν χ. ἐνδακεῖν champ the bit, Pl.Phdr.254d; of the rider, δοτέον τὸν χ. one must give a horse the rein, X.Eq.10.12; ὀπίσω σπάσαι, ξυνέχειν ἀνάγκῃ, Pl.Phdr.254e, Luc.DDeor.25.1; [χ.] εἰς ἄκρον τὸ στόμα καθιέμενος X.Eq.6.9.—Expld. of the bit, opp. reins (ἡνίαι), by Poll.1.148; so ἡνίας τε . . καὶ χ. Pl.R.601c; χ. τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι Id.Prm.127a; κατὰ [τὸν κυνόδοντα] ἐμβάλλεται ὁ χ. Arist. HA576b18, cf. A.Th.123 (lyr.), S.OC1067 (lyr.); but distd. fr. στόμιον by Hdt.1.215, cf. A.Th.207 (lyr.), X.Eq.6.9, 10.9, etc.; and may be used generally for bit and bridle, Hdt.3.118, 4.64, IG12.374.176, PCair.Zen.659.11 (iii B. C.). 2 metaph., of anything which curbs, restrains, or compels, Ἀργοῦς χ., of an anchor, Pi.P.4.25; χ. λινόδετοι, = χαλινωτήρια, E.IT1043; παρθενίας χ. λύειν, of the virgin zone, Pi.I.8(7).48; χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν, of Prometheus' bonds, A.Pr.562 (anap.); Διὸς χ., of the will of Zeus, ib.672; χαλινῶν ἀναύδῳ μένει, of forcible constraint, Id.Ag.238 (lyr.); πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ' ἅμα, i.e. it requires much skill and force to guide, S.Fr.869; τῷ δήμῳ χ. ἐμβαλεῖν ὕβρεως a bridle to curb their violence, Plu.Comp.Per.Fab.1, cf. Luc.Herm.82; τῆς γλώττης τὰ χ. Plu.2.613c; ἐπέστω τῷ στόματι χ. Lib.Ep.315.4; χ. οὐδεὶς ὀμμάτων Philostr. VA6.11. II generally, strap, thong, E.Cyc.461 (dual). III part of the tackle of a ship, IG22.1610.11,14. IV corner of the horse's mouth, where the bit rests, Poll.2.90 (pl.); of the human mouth, Nic.Al.117,223, PUniv.Giss.44.7, (ii/i B. C.), Heliod. ap.Orib 48.31.4, Sor.1.100, PSI9.1016.25 (ii B. C.), Aret.SA1.9, Cael.Aur.TP1.4, Aët.8.27; but, = ἡ σύνδεσις τῶν γνάθων, Ruf.Onom. 53, cf. Aët.8.40. 2 fangs of serpents, from their shape and position in the mouth, Nic.Th.234.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλῑνός: ὁ, ἑτερογεν. πληθ. χαλινὰ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1607, Ὀππ. Ἁλ. 1. 191, Πλούτ., κλπ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «χαλινάρι», Τουρκικ. «γκέμι», ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον Ἰλ. Τ. 393 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρ’ Ὁμ.)· χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις Εὐρ. Ἄλκ. 492· χ. ἐξαιρεῖν Ξεν. Ἱππ. 3, 2· ― περὶ τοῦ ἵππου, χ. οὐκ ἐπίσταται φέρειν (ἔνθα εἶναι ἐν χρήσει μεταφορικῶς ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1066· δέχεσθαι, λαμβάνειν Ξεν. Ἱππ. 3, 2., 6, 10· ἔχειν Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 5· χαλινὸν ἐνδακεῖν, Πλάτ. Φαῖδρος 254D· ― ἐπὶ τοῦ ἱππέως, τὸν χ. διδόναι, χαλᾶν, χαλαροῦν τὰς ἡνίας, Ξεν. Ἱππ. 10, 12· ὀπίσω σπᾶν, συνέχειν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25. 1· εἰς ἄκρον τὸ στόμα καθιέναι Ξεν. Ἱππ. 6, 9· πρβλ. χαλαίνω, χαλάω Ι. 4. ― Παρὰ Πολυδ. Α΄, 148· λέγεται ὅτι χαλινὸς εἶναι τὸ εἰς τὸ στόμα ἐμβαλλόμενον σιδηροῦν μέρος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἡνίας, οὕτως, ἡνίας τε... καὶ χ. Πλάτ. Πολ. 601C· κατὰ τὸν κυνόδοντα ἐμβάλλεται ὁ χ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· οὕτω καὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 123, Ξεν. Οἰδ. Κολ. 1067· ἀλλὰ παρ’ Ἡροδότῳ 1. 215 ῥητῶς διαστέλλεται τοῦ στομίου, πρβλ. 3. 1 18., 4. 64· οὕτω καὶ ἐν Αἰσχύλου Θήβ. 207, Ξεν. Ἱππ. 6, 9., 10, 9, κτλ.· οὕτως αὐτόθι 6, δύναται νὰ ληφθῇ ὡς σημαῖνον τὸ ὅλον τοῦ χαλινοῦ, εἰ καὶ ἡ περιγραφὴ κυρίως ἀναφέρεται εἰς τὸ στόμιον αὐτοῦ. Τὰ διάφορα μέρη σαφῶς ἀπαριθμοῦνται, αὐτόθι 6, 7. 2) μεταφορ. λέγεται ἐπὶ παντὸς πράγματος τὸ ὁποῖον ἀναχαιτίζει, περιορίζει ἢ ἀναγκάζει, ὡς ἡ ἄγκυρα καλεῖται ναὸς χαλινός, Πινδ. Π. 4. 42· οὕτω, χαλινοὶ λινόδετοι = χαλινωτήρια, Εὐρ. Ι. Τ. 1043· παρθενίας χ. λύειν, τὴν παρθενικὴν ζώνην, Πινδ. Ι. 8 (7). 95· χαλινοῖς ἐν πετρίνοισι, ἐπὶ τῶν δεσμῶν τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 561· Διὸς χ., ἐπὶ τοῦ θελήματος τοῦ Διός, αὐτόθι 672· χαλινῶν ἀναύδῳ μένει, ἐπὶ βιαίου καταναγκασμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 238· πολλῶν χαλινῶν ἔργον, δηλ. ἀπαιτεῖται πολὺ δεξιότης καὶ δύναμις νὰ ὁδηγήσῃ τις, Σοφ. Ἀποσπ. 712· τῷ δήμῳ ἐμβαλὼν χ. ὕβρεως, μέσον περιορισμοῦ τῆς αὐθαδείας τοῦ δήμου, Πλουτ. Περικλ. καὶ Φαβ. Μαξ. Σύγκ. 1, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 82· χ. τῆς γλώσσης Πλούτ. 2. 613C· τῶν ὀμμάτων Φιλόστρ. 242. ΙΙ. καθόλου, ἱμάς, λωρίον, Εὐρ. Κύκλ. 461. ΙΙΙ. μέρος τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν πλοίων, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Böckh· Seewesen σ. 157 κἑξ. IV. ἐν τῷ πληθ., αἱ γωνίαι τοῦ στόματος τοῦ ἵππου, ἐφ’ ὧν στηρίζεται ὁ χαλινός, Πολυδ. Β΄, 90· οὕτως ἐπὶ ἀνθρώπου. Νικ. Ἀλεξιφ. 117, 223, C?el. Aurel. 2) οἱ δηλητηριώδεις ὀδόντες τῶν ἰοβόλων ὄφεων, ὡς ἐκ τῆς θέσεως αὐτῶν ἐν τῷ στόματι, Νικ. Θηρ. 234. (Πρβλ. Σανσκρ. khalînas, khalinas (a bridle-bit)· ἴδε Curt. 564.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
plur. οἱ χαλινοί ou postér. τὰ χαλινά;
1 frein, mors ; p. anal. frein d’un navire, càd câble, amarre;
2 lien en gén.
Étymologie: cf. skr. khalinas « frein, bride ».