κεραυνόω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
A strike with thunderbolts, Hdt.7.10.έ, Pl.Smp.190c, Phld.Piet.131:—Pass., κεραυνωθείς Hes.Th.859, Pi.N.10.8, cf. Pl.R. 408c, etc. II metaph., = καταδικάζω, Artem.2.9 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1423] mit dem Donnerkeile treffen, erschlagen; γᾶ κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσι Pind. N. 10, 8; Hes. Th. 859; τὰ ὑπερέχοντα ζῷα κεραυνοῖ ὁ θεός Her. 7, 10, 5; τοὺς γίγαντας Plat. Conv. 190 c; Folgde. Nach Artemid. 2, 8 sagte man im gew. Leben κεραυνοῦσθαι von den gerichtlich Verurtheilten.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνόω: πλήττω διὰ κεραυνοῦ, Ἡρόδ. 7. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 190C. ― Παθ., κεραυνωθεὶς Ἡσ. Θ. 859, Πινδ. Ν. 10. 15, Πλάτ., κτλ. II. μεταφορ., =καταδικάζω, Ἀρτεμίδ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐκεραύνωσα;
frapper de la foudre, foudroyer, acc..
Étymologie: κεραυνός.
English (Slater)
κεραυνόω
1 blast with lightning γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν Οἰκλείδαν (N. 10.8)