δίαυλος

From LSJ
Revision as of 14:08, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίαυλος Medium diacritics: δίαυλος Low diacritics: δίαυλος Capitals: ΔΙΑΥΛΟΣ
Transliteration A: díaulos Transliteration B: diaulos Transliteration C: diavlos Beta Code: di/aulos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A double pipe or channel: usu. in the race, double course, Pi.O.13.37, E.El.825, IG22.957, al.; compared with recurrent nerves, Gal.UP7.14.    b δ. ἵππος, Hp.Vict.2.63.    2 metaph., κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν to run the homeward course, retrace one's steps, A.Ag.344; δίαυλοι κυμάτων ebb and flow, rise and fall of the waves, E.Hec.29; εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους they would twice return, Id.HF662 (lyr.), cf. 1102; τὸν ὕστατον τρέχων δ. τοῦ βίου Alex.235; ἐκπεριτρέχειν διαύλους to run to and fro, Aristaenet.1.27; of a wife's return to her husband, Anaxandr.56.4.    II strait, E. Tr.435.    2 in pl., of air-passages, Opp.C. 2.181.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, 1) die doppelte Rennbahn; seit der 15. Olympiade wurde das Stadium nicht blos einmal bis zur Säule, sondern auch zurück durchlaufen, Paus. 5, 8, 3; gew. mit Waffen, Schol. Av. 293; also der Doppellauf; Pind. Ol. 13, 36; δρόμων διαύλων τε Soph. El. 681; τὸν δίαυλον ἁμιλλᾶσθαι Plat. Legg. VIII, 833 b; auch vom Wettrennen, δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσε Eur. El. 824; so auch bei Sp., das Wettrennen im römischen Circus. Uebh. jeder doppelte Weg, κάμψας διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν Aesch. Ag. 340, für; zurückkehren; vgl. Eur. Herc. fur. 1102; δίαυλοι κυμάτων, hin- u. herwogende Wellen, Hec. 29; übertr., τὸ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου Alexis Stob. flor. 99, 15. – 2) Engpaß; στενὸν δίαυλον πέτρας, von einer Meerenge, Eur. Tr. 435; Hesych. στενοὶ τόποι, ὁδοί; dah. Straße, Aristaen. 1, 27. Bei Opp. Cyn. 2, 181 von den Nasenlöchern.

Greek (Liddell-Scott)

δίαυλος: ὁ, (δὶς) διπλοῦν στάδιον, διπλοῦς δρόμος, καθ’ ὃν ὁ ἀγωνιζόμενος (διαυλοδρόμος) ἔτρεχε μέχρι τοῦ ἐσχάτου ἄκρου τοῦ σταδίου, ἔκαμπτε περὶ τὴν ἐκεῖ κειμένην στήλην (καμπτήρ), καὶ ἐπανήρχετο ὀπίσω διὰ τῆς ἑτέρας τοῦ σταδίου πλευρᾶς, Πίνδ. Ο. 13. 50, Σοφ. Ἠλ. 691, Εὐρ. Ἠλ. 825, κτλ.· ἴδε ἐν λ. στάδιον ΙΙ. 2) μεταφ., κάμπτω διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν, ἐπιστρέφω ὅθεν ἀνεχώρησα, ὑποχωρῶ, ἐπιστρέφω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, ἔνθα ἴδε Blomf. καὶ πρβλ. διαυλοδρομέω· ὡσαύτως, δίαυλοι κυμάτων, πλήμμυρα καὶ ἄμπτωτις, ὕψωσις καὶ ταπείνωσις τῶν κυμάτων, Λατ. fluctus reciproci, Εὐρ. Ἑκ. 29· εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους, θὰ ἐπέστρεφον δίς, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 662, πρβλ. 1102 (ἔνθα ὁ Bothe δίαυλον εἰς ᾍιδου μολών)· τὸν ὕστατον τρέχων δ. τοῦ βίου Ἄλεξ Τραυμ. 1· τρέχειν διαύλους, τρέχω ἐδῶ κι’ ἐκεῖ, ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Ἀρισταίν. 1. 27. ΙΙ. στενὴ δίοδος, τὸ στενόν, τὰ στενά, Εὐρ. Τρῳ. 435. 2) ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῶν μυκτήρων ἢ ῥωθώνων, Ὀππ. Κ. 2. 181· πρβλ. αὐλών.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
double course, consistant à parcourir le stade, et, après avoir tourné la borne (καμπτήρ), à revenir de l’autre côté ; p. anal. aller et retour ; δίαυλοι κυμάτων EUR le flux et le reflux (lat. fluctus reciproci).
Étymologie: δίς, αὐλός.