ἀείδω

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀείδω Medium diacritics: ἀείδω Low diacritics: αείδω Capitals: ΑΕΙΔΩ
Transliteration A: aeídō Transliteration B: aeidō Transliteration C: aeido Beta Code: a)ei/dw

English (LSJ)

Ion. and poet. form used by Hom., Pi., and sometimes in Trag. and Com. (even in trim., A.Ag.16, E.Fr.188; intetram., Cratin. 305), also in Ion. Prose; contr. ᾄδω (also Anacr.45, Theoc.), Trag., Pl., etc.: impf.

   A ἤειδον Od., Ep. ἄειδον Il., etc.; Trag. and Att. ᾖδον E.Alc.761, Th.2.21: fut. ἀείσομαι Od.22.352, Thgn.943, but ᾄσομαι h.Hom.6.2, 32.19, Thgn.243, and alwaysin Att. (ᾄσεις, σουσιν in Ar. Pax1297, Pl.Lg.666d are corrupt); rarely in act. form ἀείσω, Sapph. 11, Thgn.4, Ar.Lys.1243 (Lacon.), and late Poets, as Nonn.D.13.47 (in E.HF681 ἀείδω is restored by Elmsl.); still more rarely ᾄσω, Babr. 12.13, Men.Rh.p.381S., Him.Or.1.6; Dor. ᾀσεῦμαι Theoc.3.38, ᾀσῶ Id.1.145: aor. ἤεισα Call.Epigr.23.4, Opp.C.3.1, Ep. ἄεισα [ᾰ] Od.21.411; ἄεισον E.Tr.513 (lyr.); ἀείσατε Ar.Th.115 (lyr.); ᾖσα Ar.Nu. 1371, Pl.Ti.21b:—Med., aor. ἀεισάμην (in act. sense) PMag.Lond. 47.43, imper. ἀείσεο h.Hom.17.1 (nisi leg. ἀείσεο):—Pass., ἀείδομαι Pi., Hdt.: poet. impf. ἀείδετο Pi.: aor. ᾔσθην, v. infr. 11.1: pf. ᾖσμαι Pl.Com.69.11. (ἀϝείδω, cf. αὐδή, ὑδέω.) [ᾰ: but ᾱ metri gr. Od. 17.519, h.Hom.12.1, 27.1, Il.Parv..1, Thgn.4, Theoc.7.41, etc.]:— sing, Il.1.604, etc.: hence of all kinds of vocal sounds, crow as cocks, Pl.Smp..223c; hoot as owls, Arat.1000; croak as frogs, Arist. Mir.835b3, Thphr.Sign.3.5, etc.; οἱ τέττιγες χαμόθεν ᾄσονται Stes. ap.Arist.Rh.1412a23:—of other sounds, twang, of the bow-string, Od.21.411; whistle, of the wind through a tree, Mosch.Fr.1.8; ring, of a stone when struck, Theoc.7.26:—prov., πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν 'to crow too soon', Pl.Tht.164c.—Constr.:—ἀ. τινί sing to one, Od.22.346; also, vie with one in singing, Theoc.8.6; ᾄ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν sing to... Arist.Pr..918a23; ὑπ' αὐλοῖς Plu.2.41c:—ἀείσας . . χαίρειν Δημοκλέα, poet. for εἰπών, Epigr.Gr.237.7 (Smyrna).    II trans.,    1 c. acc. rei, sing of, chant, μῆνιν ἄειδε Il.1.1; παιήονα 1.473; κλέα ἀνδρῶν, νόστον, 9.189, Od.1.326; τὸν Βοιώτιον νόμον S.Fr.966: c. gen. (sc. μέλος), sing an air of... Φρυνίχου Ar.V.269, cf. 1225: abs., ἀ. ἀμφί τινος to sing in one's praise, Od.8.266; ἀμφί τινα Terp.2, cf. E.Tr.513; εἴς τινα Ar.Lys. 1243: later, simply = καλεῖν, Ael.NA3.28:—Pass., of songs, to be sung, Hdt.4.35; τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσέντα Pl.Ly.205e; ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, opp. λόγος καλῶς ῥηθείς, X.Cyr.3.3.55; ᾄδεται λόγος the story runs, Ph.1.189.    2 of persons, places, etc., sing, praise, celebrate, B.6.6, etc.:—Pass., ἀείδεται θρέψαισ' ἥρωας is celebrated as the nurse of heroes, Pi.P.8.25, cf. 5.24.    3 Pass., to be filled with song, ἀείσετο πᾶν τέμενος . . θαλίαις Pi.O.10(11).76.

German (Pape)

[Seite 39] att. ᾄδω, singen, besingen, fut. ἀείσομαι und att. ᾄσομαι Thuc. 2, 54; ἀείσω Theogn. 4; Eur. Herc. Fur. 681; ᾀσῶ Theocr. 1, 145 neben ᾄσομαι 8, 55 u. ᾀσεῦμαι 3, 38, ᾀσεῖ 7, 72; ᾄσουσι auch Plat. Legg. II, 666 d; ᾖσεν Ion 535 at ᾖσται Plat. com. Ath. XV, 665 (v. 11); ᾀσθέν Xen. Cyr. 3, 3, 55; – ἀείσεο imper. futur. oder aor., wie z. B. ἐπιβήσεο, hymn. Hom. 19, 1. – In Ilias u. Odyssee oft praes. ἀείδω, impft. ἄειδον, ἤειδον, fut. ἀεισόμενος Od. 22, 352, aor. ἀεῖσαι Od. 14, 464, ἄεισον (v. l. ἄειδε Apoll. I. ex. Hom. 10, 13) 8, 492, niemals die contrah. Att. Formen; μῆνιν ἄειδε, θεά Iliad. 1, 1, ἄειδε δ'ἄρα κλέα ἀνδρῶν 9, 189, μοῦσ' ἄρ'ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι κλέα ἀνδρῶν Od. 8, 73, ἀοιδόν, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀείδω 22, 346; das α steht auch in der Arsis, Odyss. 17, 519 ἀείδῃ δεδαώς, u. so auch bei anderen Dichtern; wahrscheinlich hatte das Wort ein Digamma, ἀFείδω, verdoppelt ἀFFείδω, welche Erscheinung auch in andern Wörtern sich zeigt. – Pind. oft das praes., ἀεῖσαι Ol. 11, 26; ἀείσομαι I. 8, 39; pass-, ἀείδετο δὲ πᾶν τέμενος θαλίαις P. 11, 79; – Aesch. Ag. 16, 691; sp. Ep.; Ar. Lys. 1243; in Prosa überall; ἅπερ αἱ γραῖαι ᾄδουσιν, wovon sie immer sprechen, Plat. Lys. 203 c, u. so Sp., ᾄδεται παρὰ πάντων Luc. Somn. 12, u. Plut.; oft abs., singen; auch μέλος, ein Lied singen, Plat. Ion 535 a, ποιήματα ᾀδέσθω Legg. VIII, 829 d; φρουράς (so Bekker, Andere φρουρᾶς), Wachtlieder singen. = ἀγρυπνεῖν Ar. Nub. 711. Auch von Vögeln, Theocr. 7, 141; Ael. H. A. 6, 19; bes. vom Krähen des Hahnes, Plat. Conv. 223 c Theaet. 164 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀείδω: Ἰων. καὶ Ποιητ. τύπος, (πρβλ. ἀείρω), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ., Πινδάρ. καὶ ἐνίοτε παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἔτι καὶ ἐν τριμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, Εὐρ. Ἀποστ. 188, Κρατίν. Ἄδηλ. 142), ὡσαύτως ἐν Ἰων. πεζογρ., οἱ Ἀττ. συναιροῦσιν ᾄδω (οὕτω καὶ ἐν Ἀνακρ. 45, Θεοκρ.) Τραγ., Πλάτ. κτλ. - παρατ. ἤειδον, Ὀδ., καὶ ἄειδον, Ἰλ., κτλ. Ἀττ. ᾖδον, Εὐρ. Ἄλκ. 761, Θουκ.: - μέλλ. ἀείσομαι, Ὀδ. Χ. 352, Θέογν. ἀλλὰ ᾄσομαι, Ὕμ. Ὁμ. 5. 2., 32.19, καὶ πάντοτε παρ’ Ἀττ. (διότι ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1297 τὸ ᾄσει ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτόν· καὶ ἐν Πλάτ. Νόμ. 666D ὁ Πόρσων διώρθωσε, ποίαν δὲ ἥσουσιν... φωνήν;). - Σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἀείσω, Σαπφ. 11, Θέογν. 4., Ἀριστοφ. Λυσ. 1243 (Λακων.), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς (ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 681 διωρθώθη ἀείδω ὑπὸ τοῦ Elmsley)· καὶ ἔτι σπανιώτερον ᾄσω (ἴδε ἀνωτ.) Βάβρ. 12.13. - Δωρ. ᾀσεῦμαι, Θεοκρ. 3. 38. ᾀσῶ, ὁ αὐτ. 1. 145: - ἀόρ. ἤεισα, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 22. 4 Ὀππ., Ἐπικ. ἄεισα, [ᾰ], Ὀδ. Φ, 411, καὶ μεταγεν. Ἐπ. ἄεισον, Εὐρ. Τρῳ. 513, Ἀριστοφ., ᾖσα, Ἀριστοφ. Νέφ. 1371, Πλάτ. Τίμ. 21Β. -Παθ. ἀείδομαι, Πίνδ., Ἡρόδ.: - ποιητ. παρατ. ἀείδετο, Πίνδ.: - ἀόρ. ᾔσθην, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ.1.: - παρακ. ᾖσμαι, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν», 1. 11. -Προστακτική τις τοῦ μέσου ἀορ. ἀείσεο, ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. Ὁμ. 16.1., ἐκτός ἂν ἀναγνωσθῇ ἀείδεο. - Πρβλ. διαείδω, ἐπ-, προσ-, συνᾴδω (ἐκ √ϜΕΙΔ μετά προθεματικοῦ α, ὡς ἐν τοῖς ἀείρω, ἀέξω, παράγονται τά ἀείδω (ἀϝείδω), ἀοιδός, ἀηδών, πρβλ. Σανσκρ. vad, vadâmi, (loquor), vâdas (sermo), Λιθουαν. vadinù (vocco)· πρβλ. καὶ τὰς μεταγεν. Ἑλλην. λέξεις ὕδω, ὕδης). [ᾰ: ἀλλ. ᾱ ἐν ἄρσει. Ὀδ. Ρ. 519, Ὕμ. Ὁμ. 27. 1, Θέογν. 4, Θεοκρ. 7. 41 κτλ.] ᾄδω, ψάλλω, Ἰλ. Α. 604, κτλ. Ἐντεῦθεν: πᾶς ἦχος φωνῆς (ὁπωσοῦν εὔηχοςοὕτως ἐπὶ ἀλέκτορος, χελιδόνος, γλαυκός, βατράχου κτλ. Ἀριστ. Θαυμ. 70, Θεόφρ. περὶ Σημ. 3. 5. κτλ. οὕτω καὶ ἐπὶ ἄλλων ἤχων, οἷον τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ.411 - τοῦ συριγμοῦ, ὃν παράγει ὁ πνέων κατὰ τῶν δένδρων, Μόσχ. 5. 8: - τοῦ πατάγου, ὃν παράγει λίθος πληττόμενος, Θεόκρ. 7. 26: - πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν, κρώζω (ἐπὶ ἀλέκτορος) πρὸ τῆς νίκης, Πλάτ. Θεαίτ. 146Α. - Σύνταξις: - ἀείδ. τινί, ᾄδω πρός τινα, Ὀδ. Χ. 346, ἀλλὰ καὶ ἀγωνίζομαι πρός τινα εἰς ᾠδήν, Θεοκρ. 8. 6· ᾄδ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, ψάλλω ἐν συμφωνίᾳ πρός ..., Ἀριστ. Πρβλ. 19. 9· ὑπ’ αὐλόν, Πλούτ. 2. 41C· ἀείσας ... χαίρειν Δημοκλέα, ποιητικ. ἀντὶ εἶπες, Συλλ. Ἐπιγρ. 3256, 7. ΙΙ. μεταβ. 1) μ. αἰτ. πράγμ. = ψάλλω, διηγοῦμαι ψάλλων, μῆνιν ἄειδε θεά, Ἰλ. Α.1· παιήονα, Α. 473· κλέα ἀνδρῶν, νόστον, κτλ. Ι. 189., Ὀδ. Α. 326· τὸν Βοιώτιον νόμον, Σοφ. Ἀποσπ. 858· καὶ ἀπολ. ἀ ἀμφί τινος, ψάλλω εἰς ἔπαινόν τινος, Ὀδ. Θ. 267· εἴς τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1243: - μεταγεν. ἁπλῶς, καλεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 2. 28: -Παθ. ἐπὶ ᾀσμάτων = ᾄδομαι, ψάλλομαι, Ἡρόδ. 4. 35· τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα, Πλάτ. Λυσ. 205Ε· ᾆσμα καλῶς ᾀσθέν, ἀντιθέτως τῷ λόγος καλῶς ῥηθείς, Ξεν. Κυρ. 3. 3, 55. 2) μ. αἰτιατ. προσ. = ψάλλω, ἐπαινῶ. ὡς τὸ Λατ. Canere, Πινδ. Π. 5. 32. καὶ Ἀττ. Ἐντεῦθεν κατὰ παθ. ἀείδεται θρέψασ’ ἥρωας, δοξάζεται, φημίζεται ὡς ἡ τροφὸς ἡρώων, Πίνδ. Π. 8, 35. 3) παθητ. ὡσαύτως, ἀντηχῶ ἐκ τῶν ᾀσμάτων, ἀείδετο πᾶν τέμενος... θαλίαις, Πινδ. Ο. 10 (11), 92.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤειδον, f. ἀείσω ou ἀείσομαι, ao. ἤεισα, pf. inus;
poét. c.
ᾄδω.

English (Autenrieth)

(ἀϝείδω), fut. ἀείσομαι, aor. ind. ἄεισε, imp. ἄεισον, inf. ἀεῖσαι: sing—I. trans., παιήονα, κλέα ἀνδρῶν, ‘lays of heroes;’ also w. acc. of the theme of minstrelsy, μῆνιν, Il. 1.1; Ἀχαιῶν νόστον, Od. 1.326; with ὡς, Od. 8.514; acc. and inf., Od. 8.516.—II. intrans., μάλ' ἀεῖσαι, ‘merrily’, λίγα, καλόν (adv.); met. of the bow-string, Od. 21.411.