Ἡράκλειος
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον S.Tr.51; Ep. Ἡρακλ-ήειος, in Ion. Prose Ἡρακλ-ήϊος, η, ον:—
A of Heracles, βίη Ἡρακληείη, i.e. Heracles himself, Il. 11.690, al., Theoc.25.154, etc.; Ἡ. στῆλαι the opposite headlands of Gibraltar and Apes' Hill near Tangier, Hdt.2.33,4.8 (where -κλέων is the best reading); στᾶλαι Ἡ Pi.I.4(3).12. Adv. -είως like Heracles, Luc.Peregr.33. II Ἡράκλειον or ἠπιο-εῖον, Ion. -ήϊον (sc. ιερόν), τό, temple of Heracles, Hdt.2.44, al.; also, a huge drinking-cup, such as Heracles used, Ath.11.469c. 2 Ἡράκλεια (sc. ἱερά), τά, his festival, Ar.Ra.651, IG3.129; Ἡ. θύειν D.19.86, etc. 3 Ἡρακλεία, ἡ, frothy poppy, Silene viscosa, Thphr.HP9.12.5,9.15.5, Dsc.4.66. b title of poem by Rhianus. III νοῦσος Ἡρακλείη epilepsy, Hp.Mul. 1.7, cf. Gal.17(2).341; but Ἡ. πάθος elephantiasis, Aret.SD2.13. IV Ἡράκλεια λουτρά hot baths, Ar.Nu.1051, ubi v. Sch. (also Ἡρακλέους κοῖται soft bedding, Megaclid. ap. Ath.12.512f). V λίθος Ἡρακλεία or Ἡράκλεια, ἡ, the magnet, Pl.Ti.80c, Ion533d, Epicur.Fr.293; from Heraclea in Lydia, acc. to Hsch. 2 πάνακες Ἡράκλειον opopanax, Zopyr. ap. Orib.14.62.1. VI Ἡράκλειος, ὁ (sc. μήν), a month at Delphi, GDI1685, al.; at Halicarnassus, SIG1015.1.
Greek (Liddell-Scott)
Ἡράκλειος: -α, -ον, ὡσαύτως -ος, ον, Σοφ. Τρ. 51· Ἐπικ. -ήειος, ἐν τῇ πεζῇ Ἰάδι -ήιος, η, ον· ― ἀνήκων εἰς τὸν Ἡρακλέα, Λατ. Herculeus, βίη Ἡρακληείη, δηλ. ἡ ῥώμη τοῦ Ἡρακλέους, ὁ ῥωμαλέος Ἡρακλῆς, Ὅμ.· ― Ἡρ. στῆλαι Ἡρόδ. 2. 33., 4. 8 κ. ἀλλ.· καὶ στᾶλαι ἢ κίονες Ἡρακλέος παρὰ Πινδ. Ν. 3. 36, Ο. 3. 79 καὶ Ἡρ. ὅροι Πλάτ. Τιμ. 25· τὰ ὄρη τοῦ Ἡρακλέους (ἡ Κάλπη σήμ. Γιβραλτὰρ καὶ ἡ Ἀβύλη σήμ. ὄρος τῶν Πιθήκων). ― Ἐπίρρ. Ἡρακλείως, ὁμοίως τῷ Ἡρακλεῖ, Λουκ. Περεγρ. 33. ΙΙ. Ἡράκλειον, Ἰων. -ήιον (ἐνν. ἱερόν), τό, ὁ ναὸς τοῦ Ἡρακλέους, Ἡρόδ. 2. 44 κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως, μέγα ποτήριον, ἄξιον τοῦ Ἡρακλέους, Ἀθήν. 469C. 2) Ἡράκλεια (ἐνν. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βατρ. 651, Δημ. 368. 11. 3) Ἡρακλεία, ἡ, Heracleum, φυτόν τι, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 15, 5. ΙΙΙ. νόσος Ἡρακλείη, ἡ ἐπιληψία, Ἱππ. 593. 30, Γαλην.· ἀλλά, Ἡρ. πάθος, ἡ ἐλεφαντίασις, Ἀρεταῖ. Σημ. Ὀξ. Νούσ. 2. 13. IV. Ἡράκλεια λουτρά, θερμὰ λουτρά, Ἀριστοφ. Νεφ. 1051, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Ἀθήν. 512F. V. λίθος Ἡρακλεία ἢ Ἡράκλεια, ἡ, ὁ μαγνήτης, Πλάτ. Τιμ. 80C, Ἴωνι 533D· καλουμένη οὕτω κατὰ τὸν Buttm. ἐκ τῆς ἑλκτικῆς αὐτῆς δυνάμεως· ἴδε Μάγνης ΙΙ. VI. Ἡρ. (ἐξυπακ. μήν), ὁ, μήν τις Δελφικός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1707, Ἀνέκδ. Δελφ. 3. 17, 33.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
adj. d’Héraclès, qui concerne Héraclès ; Ἡράκλειαι στῆλαι HDT les colonnes d’Hercule (Kalpè et Abylè);
subst.
1 ἡ Ἡράκλεια, v. Ἡράκλεια¹;
2 τὸ Ἡράκλειον ou Ἡρακλεῖον Héracleion, sanctuaire d’Héraclès;
3 τὰ Ἡράκλεια fêtes d’Héraclès.
Étymologie: Ἡρακλέης.