θεά
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
ἡ, in later Ep. θεή Call.Dian.119, dat.
A θεῇ A.R.3.549 codd. (Hom. has dat. pl. θεῆς, θεῇσι, Il.3.158, 8.305), Lacon. σιά Ar.Lys. 1263(lyr.): fem. of θεός (q.v.) in Ep., Trag.(with imitations in Com., as Antiph.81, Eub.64), Att. in set phrases (v. infr.) and later Prose: —goddess, opp. γυνή, Il.14.315: with another Subst., θ. μήτηρ 1.280; θεαὶ νύμφαι 24.615; Παλλὰς θ. S.Ant.1184; θεοὶ θεαί τε A.Th.87(lyr.); μὰ θεούς, μὰ θεάς Pl.Smp.219c; μὰ τοὺς θεοὺς καὶ τὰς θεάς D.19.67; τοῖς δώδεκα θεοῖς καὶ ταῖς σεμναῖς θεαῖς IG22.112.9, cf. Antiph.206.2, Anaxandr.2; τῷ θεῷ καὶ τῇ θεᾷ IG12.76.39: in dual, of Demeter and Persephone, μεγάλα θεά S.OC683 (in earlier Att. τὼ θεώ, v. θεός) ; αἱ θεαί IG22.661.28 (iii B.C.); αἱ σεμναὶ θ. the Erinyes, S.OC458, etc.; δειναί, ἀνώνυμοι θ., E.El.1270, IT944. II name of third τόπος, Vett. Val.69.12, Paul.Al.L.3, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).144. [-, but sts. monosyll. in Trag., as E.Andr.978.]
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, die Göttinn, fem. von θεός (welches zu vgl.), Hom. u. Folgde; ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν Il. 3, 158 (aber θεαῖς steht Od.^ 5, 119; h. Ven. 190; Hes. O. 62); auch wie ein adj. mit einem substant. verbunden, θεαὶ Νύμφαι 24, 615; θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ 21, 109; Ggstz γυνή, θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικός 14, 315; – αἱ σεμναὶ θεαί hießen in Athen die Erinyen, Soph. O. C. 458 Ar. Th. 224 Plut. Sol. 12; – τὰ θεά sind immer Demeter u. Persephone, die auch αἱ μεγάλαι θεαί heißen, Soph. O. C. 689. [Obwohl α lang ist, wird es ion. u. ep. doch nie in η verwandelt, nur sp. D. haben θεή, Callim. Dian. 119, θεῆς, Ap. Rh. 3, 252. 4, 241, θεῇ, 3, 549. In πότνια θεά wird es einsylbig durch Synizesis, Od. 5, 215. 13, 391. 20, 61, wenn nicht πότνα zu lesen, wie auch Eur. Andr. 978.
Greek (Liddell-Scott)
θεά: ἡ, Λακων. σιά, Ἀριστοφ. Λυσ. 1263˙ - θηλ. τοῦ θεός, Ὅμ.˙ ἀντίθ. γυνή, Ἰλ. Ξ. 315˙ συχν. μετ’ ἄλλου οὐσιαστικοῦ, θεὰ μήτηρ Α. 280˙ θεαὶ Νύμφαι Ω. 615˙ Μοῦσαι θεαί τ’ ἀοιδοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 695˙ θεοὶ θεαί τε ὁ αὐτ. Θήβ. 86˙ Παλλὰς θ. Σοφ. Ἀντ. 1184˙ - τὰ θεά, ἢ (παρ’ Ἀττ.) τὼ θεώ, εἶναι ἀείποτε ἡ Δημήτηρ καὶ Περσεφόνη, καλούμεναι ὡσαύτως μεγάλα θεά, Σοφ. Ο. Κ. 683˙ αἱ σεμναὶ θεαί, αἱ Ἐρινύες, αὐτόθι 458, κτλ. (ἴδε σεμνός)˙ ὡσαύτως, δειναί, ἀνώνυμοι θ. Εὐρ. Ἠλ. 1270, Ι. Τ. 944. - Ὁ Ἀττ. τύπος θεά, θεᾶς, κτλ. εἶναι ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἴωσι, πλὴν ἔν τισι χωρίοις τῶν μεταγεν. Ἐπικῶν˙ Ἐπικ. δοτ. πληθ. θεῇς Ἰλ. Γ. 158, Θ. 305, Ὀδ. Ε. 119. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πεζοῖς ἦτο ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτοῦ ὁ τύπος θεός˙ ἀλλ’ ἐνίοτε ἀπαντᾷ παρὰ Κωμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Ἀντιφ. Διδ. 3˙ ἰδίως ὁσάκις γίνεται ἀπομίμησις τραγικῶν φράσεων, ὡς Εὔβουλ. Μηδ. 1, Μένανδ. Θα. 1˙ ἢ ἐν ὡρισμέναις τυπικαῖς φράσεσιν, οἷον τοῖς θεοῖς καὶ ταῖς θεαῖς Ἀντιφ. Τιμ. 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. Ἀγρ. 3˙ ἀλλ’ ἀναφαίνεται ἐκ νέου παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, καὶ συχνάκις εἰσήχθη ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰς δοκίμους συγγραφεῖς, ἴδε Ἐλμσλ. Ἀχ. 724, Cobet. N. LL. σ. 26 κἑξ. - Ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς τοῦ δοκίμου Ἑλληνισμοῦ ἀείποτε ἡ θεὸς (ἡ Ἀθηνᾶ), τὼ θεὼ (Δημήτηρ καὶ Κόρη), ἀλλ’ ἐν ἀντιθέσεσιν, ὁ θεὸς καὶ ἡ θεὰ (ὁ Πλούτων καὶ ἡ Περσεφόνη)˙ τοῖς δώδεκα θεοῖς καὶ ταῖς σεμναῖς θεαῖς˙ ἴδε Meisterh. Gr. σ. 125. υ-, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἐνίοτε ὡς μονοσύλλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 978˙ οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ὁμ., ἴδε ἐν λ. πότνια˙ πρβλ. θεός.
French (Bailly abrégé)
ᾶς;
1 adj. f. divine;
2 subst. ἡ θεά : déesse ; αἱ σεμναὶ θεαί SOPH les déesses augustes, càd les Érynies ; μεγάλαι θεαί SOPH, δύο τὼ θεά PLAT les grandes déesses, les deux déesses (Déméter et Perséphone).
Étymologie: θεός.
English (Autenrieth)
θεᾶς, dat. pl. θεαῖς, θεῇς, θεῇσιν: goddess.