ἑκών
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ἑκοῦσα, ἑκόν: (
A ϝέκ- IG9(1).334.12 (Locr.), GDI5131b (Crete), cf. γεκαθά; cf. Skt. váśmi 'wish'):—readily, Od.4.649, etc.; freq. contrasted with ἄκων, ἑ. ἀέκοντί γε θυμῷ Il.4.43; οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑ. ἀέκοντα δίηται 7.197; ἑκόνθ' ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν A.Pr.220; πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν S.Ant.276; ἑκόντα μήτ' ἄκοντα Id.Ph.771; βίᾳ τε κοὐχ ἑκών Id.OC935; ἑ. παρ' ἑκόντος λαμβάνειν, i.e. by mutual consent, D.21.44; τὴν φύσιν ἑκοῦσαν καὶ οὐ παθοῦσαν τὰ δέοντα ποιεῖν Gal.19.171. 2 wittingly, purposely, ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός Il.10.372, etc.; σφόδρ' ἑκὼν . . ἀγνοεῖν προσποιούμενος D.29.13. 3 in Att. Prose (cf. Phryn.241), ἑ. εἶναι as far as depends on one's will, as far as concerns one, with a neg., Hdt. 7.104, 8.116, Pl.Ap.37a, al.; also in oblique cases, ὑπὸ σοῦ ἑκόντος εἶναι Id.Grg.499c; or in a sentence implying a neg., θαυμάζοιμεν ἂν εἰ . . τις ἑκὼν εἶναι (fort. delendum) . . ἀφικνεῖται; Id.Lg.646b: once affirm., ἑκὼν εἶναι . . οἴχετο Hdt.7.164. II rarely of things, κακὰ ἑ. κοὐκ ἄκοντα S.OT1230. III for Adv. see ἑκοντήν, ἑκοντί: regul. Adv. ἑκόντως is dub. in Aristid.2.187, 226J.
German (Pape)
[Seite 788] οῦσα, όν, gen. όντος (ἕκητι), freiwillig, aus eigenem Antriebe, gern; ἑκὼν μεθιεῖς τε καὶ οὐκ ἐθέλεις Il. 6, 523; ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός 10, 372; Aesch. Prom. 266 u. sonst; διδόναι Soph. Phil. 1325; βίᾳ τε κοὐχ ἑκών O. C. 939; von Sachen, O. R. 1230; οἳ ἑκόντες κακὰ ποιοῦσιν Plat. Prot. 345 d; oft im Ggstz von ἄκων; ἠνάγκασεν ἡμᾶς οὐχ ἑκόντας ὁμολογεῖν, wider unsern Willen, Soph. 240 c. Oft mit εἶναι, s. εἰμί, – Ἐμοῦ μὲν οὐχ ἑκόντος, wider meinen Willen, Soph. Ai. 450; οὐκ ἐμοῦ γ' ἑκόντος Eur. I. A. 1361; ἐξ ἑκόντων Pol. 5, 66, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκών: ἑκοῦσα, ἑκόν: (ἴδε ἐν λ. ἕκηλος): - ἑκουσίως, θεληματικῶς, προθύμως, Ὁμ. κλ., συχνάκις μετ’ ἀντιθέσεως, καὶ γὰρ ἐγὼ σοὶ δῶκα ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, «ἐπεὶ κἀγὼ ἐθελοντὴς παρεχώρησα, μήπω θελησάσης μου τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 43˙ οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται, «οὐδεὶς γάρ με ἰσχύι ἑκὼν ἄκοντα διώξει» (Θ. Γαζῆς), Η. 197˙ ἑκόνθ’ ἑκόντι συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218˙ πάρειμι δ’ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν Σοφ. Ἀντ. 276˙ ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα ὁ αὐτ. Φ. 771˙ βίᾳ τε κοὐχ ἑκὼν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 935˙ ἑκὼν παρ’ ἑκόντος λαμβάνειν, δηλ. κατ’ ἀμοιβαίαν συναίνεσιν, Δημ. 528. 15. 2) ἐπίτηδες, ἐξεπίτηδες, ἑκὼν δ’ ἡμάρτανε φωτός, «ἐθελουσίως δὲ ἀπέτυχε τοῦ ἀνδρὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Κ. 372, καὶ Ἀττ.˙ σφόδρ’ ἑκὼν... ἀγνοεῖν προσποιούμενος Δημ. 848. 15. 3) παρὰ πεζογράφοις, ἑκὼν εἶναι ἢ ἑκών, ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ὅσον δι’ ἐμέ, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητικοῦ, ὡς ἐν Ἡρόδ. 7. 104., 8. 116, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, κ. ἀλλ.˙ ἢ ἐν προτάσει ἐνσημαινούσῃ ἄρνησιν, ὡς, θαυμάζοιμεν ἄν, εἰ... τις ἑκών... ἀφικνεῖται ὁ αὐτ. Πολ. 646Β. πολὺ σπανίως βεβαιωτ., ἑκών τε εἶναι... οἴχετο ἐς Σικελίην Ἡρόδ. 7. 64. ΙΙ. σπανίως ὡς τὸ ἑκούσιος, ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε ἀέκων ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦσα, όν ; gén. -όντος, -ούσης, -όντος;
1 qui agit de son plein gré, spontanément ; ἑκὼν εἶναι, m. sign. ; en parl. de choses de soi-même;
2 qui consent, (d’ord. avec une nég.) οὐχ ἑκών qui fait qch non volontairement, malgré soi : βίᾳ τε κοὐχ ἑκών SOPH de force et malgré moi ; ἐμοῦ μὲν οὐκ ἑκόντος SOPH malgré moi.
Étymologie: pour Ϝεκών, de la R. Ϝεκ, vouloir bien ; cf. lat. invitus, p. *in-vic-tus.
English (Autenrieth)
(ϝεκ.): willingly, intentionally, of one's own will; ἑκὼν ἀέκοντί γε θῦμῷ, i. e. not by compulsion, and yet reluctantly, Il. 4.43 ; ἑκὼν δ' οὐκ ἄν τις ἕλοιτο (δῶρα θεῶν), i. e. they cannot be got otherwise than from the gift of the gods, Il. 3.66.