θέρος

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρος Medium diacritics: θέρος Low diacritics: θέρος Capitals: ΘΕΡΟΣ
Transliteration A: théros Transliteration B: theros Transliteration C: theros Beta Code: qe/ros

English (LSJ)

εος, τό, (θέρω)

   A summer, χείματος οὐδὲ θέρευς Od.7.118; οὔτ' ἐν θέρει οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12.76; ἐν θέρει, opp. ἐνψύχει, S.Ph.18; θέρεϊ or θέρει, Il.22.151, Hes.Op.640; τὸ θέρος during the summer, Hdt.1.202; τοῦ θέρεος in the course of it, Id.2.24; τοῦ θέρους Ar.Fr.463; θέρεος or θέρους (without the Art.), Hes.Op.462, Pl.Phdr.276b, al.; τοῦ παρεστῶτος θέρους S.Ph.1340; τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Th.2.47; κατὰ θέρους ἀκμήν X.HG5.3.19; θ. μεσοῦντος about midsummer, Luc.Hist.Conscr.1; esp. in Th., campaigning-season, ἅμα ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους 4.117, cf. 2.31, 6.8; τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ θ. ἐγένετο 2.68.    II summerfruits, harvest, crop, θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ar.Eq.392, cf. D.53.21, AP11.365.3 (Agath.): pl., θέρη crops, PFlor.150.5 (iii A.D.); θέρη σταχύων the ripe ears, Plu.Fab.2: metaph., πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers. 822, cf. Ag.1655; τὸ γηγενὲς δράκοντος . . θ. E.Ba.1026; of a horse's mane, v. θερίζω 1.3; of a youth's beard, Call.Del.298, AP10.19 (Apollonid.); also τέμνεται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπόρρητον θ. τοῦ θεοῦ Τάλλου Jul.Or.5.168d.    III Astron., τὸ μέγα θ., ὅταν πάντες οἱ πλάνητες ἐν θερινῷ ζῳδίῳ γένωνται Olymp.in Mete.111.30.    IV metaph., in an epitaph for a year of life, Supp.Epigr.2.874.4 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 1202] ους, τό, Sommer, Sommerzeit; Il. 22, 151 u. öfter; χείματος οὐδὲ θέρευς Od. 7, 118; οὔτ' ἐν θέρει, οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12, 76; Hes. O. 582; νότιον Pind. frg. 54; Folgde; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς Aesch. Ag. 5; χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει Soph. Ai. 656; Sommerhitze, ἐν θέρει, Ggstz ἐν ψύχει, Phil. 18; Thuc. oft, u. sonst in Prosa. – Auch = die E rn te, ὅθεν πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος Aesch. Pers. 808, wie Ag. 1640; τὸ γηγενὲς δράκοντος ὄφεος θέρος Eur. Bacch. 1025; sp. D., Agath. 71 (XI, 365); übertr., θέρος τὸ πρῶτον ἰούλων Callim. Del. 298; – auch in Prosa, ὁπότε θέρος μισθοῖντο ἐκθερίσαι Dem. 53, 21; vgl. B. A. 265; σταχύων Plut. Fab. 2; Strab. VI, 264.

Greek (Liddell-Scott)

θέρος: τό, (θέρω) «καλοκαῖρι», χείματος οὐδὲ θέρευς Ὀδ. Η. 118˙ οὔτ’ ἐν θέρει οὔτ’ ἐν ὀπώρῃ Μ. 76˙ ἐν θέρει, ἐν καιρῷ θέρους, αὐτόθι˙ ἀντίθετον τῷ ἐν ψύχει, Σοφ. Φ. 18˙ θέρεϊ ἢ θέρει Ἰλ. Χ. 151, Ἡσ.˙ ἐν τῷ θέρει Θουκ., κτλ.˙ τὸ θέρος, κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ θέρους, Ἡρόδ. 1. 202˙ τοῦ θέρεος, διαρκοῦντος τοῦ θέρους, ὁ αὐτ. 2. 24˙ Ἀττ. τοῦ θέρους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 76, κτλ.˙ θέρους (ἄνευ τοῦ ἄρθρ.) Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 276B, κ. ἀλλ.˙ ὡσαύτως, τοῦ παρεστῶτος θέρους Σοφ. Φ. 1340˙ τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Θουκ. 2. 47˙ κατὰ θέρους ἀκμὴν Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19˙ θέρους μεσοῦντος, κατὰ τὸ μέσον τοῦ θέρους, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 1˙ παρὰ Θουκ. τὸ θέρος περιελάμβανε καὶ τὸ ἔαρ καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ φθινοπώρου, ἐπειδὴ ἐσήμαινε τὴν ἐποχὴν τῶν ἀγροτικῶν ἐργασιῶν, ἅμα ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους 4. 117, πρβλ. 6. 8., 8. 61., 4. 1 πρὸς τὰ 4. 21., 2. 31. ΙΙ. θερινοὶ καρποί, θερισμός, συγκομιδή, θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 392, πρβλ. Δημ. 1253. 15, Ἀνθ., κτλ.˙ θέρη σταχύων, οἱ ὥριμοι στάχυες, Πλούτ. Φαβ. 2˙ - μεταφ., πάγκλαυτον ἐξαμᾶν θέρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 822, πρβλ. Ἀγ. 1655˙ τὸ γηγενὲς δράκοντος... θ. Εὐρ. Βάκχ. 1027˙ ἐπὶ τῆς χαίτης ἵππου, ἴδε θερίζω Ι. 3˙ ἐπὶ τοῦ πώγωνος νεανίου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 298, Ἀνθ. Π. 10. 19.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. saison de la chaleur, été ; τοῦ θέρεος HDT, θέρους PLAT, θέρευς dor. et épq. OD, θέρεϊ ou θέρει IL, ἐν θέρει ATT l’été, pendant l’été, en été ; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου THC dès le commencement de l’été ; θέρους μεσοῦντος LUC au milieu de l’été ; κατὰ θέρους ἀκμήν XÉN au fort de l’été;
II. saison de la récolte, d’où
1 moisson ; fig. πάγκλαυτον θέρος ESCHL moisson de larmes;
2 p. ext. fruits mûrs pour la moisson;
III. en gén. belle saison, particul. favorable aux opérations de guerre : ἅμα ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους THC au printemps de l’année suivante.
Étymologie: R. Θερ, être chaud ; cf. θέρομαι.

English (Autenrieth)

ευς: warm season, summer (opp. ὀπώρη, late summer), Od. 12.76.

English (Slater)

θέρος
   1 summerνότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον (Pae. 9.17)