Ἥφαιστος

From LSJ
Revision as of 10:29, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἥφαιστος Medium diacritics: Ἥφαιστος Low diacritics: Ήφαιστος Capitals: ΉΦΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: Hḗphaistos Transliteration B: Hēphaistos Transliteration C: Ifaistos Beta Code: *(/hfaistos

English (LSJ)

(Aeol.and Dor. Ἄφ-( Ἅφ-) Sapph.66, Pi.O.7.35, etc.), ὁ, Hephaestus, Il.18.391, etc.; ἔργον Ἡφαίστοιο, of a bowl, Od.4.617;

   A κνημῖδας ὀρειχάλκοιο . . Ἡφαίστου κλυτὰ δῶρα Hes.Sc.123; φλογὶ Ἡφαίστοιο Il.17.88, cf. Antim.44; μὰ τὸν Ἥ. Com.Adesp.17.35D.    2 = Lat. Volcanus, D.H.2.54, Plu.2.276b, App.BC5.49, etc.    3 = Egypt. Plah, OGI90.2 (Rosetta, ii B.C.).    4 Pythag. name for nine, Theol.Ar.58.    II meton. for πῦρ, fire, Il.2.426, Hom.Fr.18, S.Ant.123 (lyr.), 1007, cf. Chrysipp.Stoic.2.315, al., D.S.5.74, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἥφαιστος: -ου, ὁ, Λατ. Vulcanus, υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἥρας, χωλὸς ἐκ γενετῆς, Ἰλ. Σ. 397 (πρβλ. κυλλοποδίων, ἠπεδανός): θεὸς τοῦ πυρὸς ὡς χρησιμεύοντος ἐν τῇ τέχνῃ καὶ ἄρχων πάσης τέχνης ἐχούσης ἀνάγκην τοῦ πυρός, ἰδίως τῶν ἀσχολουμένων περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μετάλλων· ὅθεν οὗτος εἶνε ὁ ἐργάτης τῶν θρόνων τῶν θεῶν, τοῦ σκήπτρου τοῦ Διός, τῆς αἰγίδος, τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, κτλ.· ἅπαντα τὰ ἐκ μετάλλου ἔργα λέγονται ἔργα αὐτοῦ, Ἰλ. Θ. 195, Ὀδ. Δ. 617, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 123, κτλ.· τὸ πῦρ καλεῖται φλὸξ Ἡφαίστοιο Ἰλ. Ρ. 88· καὶ αὐτὸς κλυτοεργός, κλυτοτέχνηςχαλκεύς, Ο. 309. - Περὶ τοῦ ἀτυχοῦς αὐτοῦ γάμου μετὰ τῆς Ἀφροδίτης ἴδε Ὀδ. Θ. 267 κἑξ. II. μετωνομ. ἀντὶ πῦρ, Ἰλ. Β. 426. Σοφ. Ἀντ. 123. 1007. Ποιητ. ἐν τῶ Ε. Μ. 241. 57. (Ἴσως ἐκ √ΑΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἅπτω, ἀνάπτω πῦρ.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 Héphæstos, fils de Zeus et d’Hèra, dieu du feu;
2 p. ext. le feu.
Étymologie: le même que yavishtha « très jeune », épithète d’Agni, le dieu védique du feu, càd le dieu qui ne vieillit pas, qui conserve toute sa force.

English (Autenrieth)

Hephaestus (Vulcanus), the son of Zeus and Hera, the god of fire and of arts which need the aid of fire: in the Iliad married to Charis, Il. 18.382 ff., but in the Odyssey to Aphrodīte, Od. 8.266 ff. His works are the houses of the gods on Olympus, the armor of Achilles, the sceptre and aegis of Zeus, etc. Epithets, ἀμφιγυήεις, κυλλοποδίων, χαλκεύς, κλυτοτέχνης, κλυτόεργος, κλυτόμητις, πολύφρων, περίκλυτος, πολύμητις. The name Ἥφαιστος is used by personification for the element which he represents, Il. 2.426, cf. Il. 9.468.

Spanish

Hefesto