ἀλαζονεία

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζονεία Medium diacritics: ἀλαζονεία Low diacritics: αλαζονεία Capitals: ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ
Transliteration A: alazoneía Transliteration B: alazoneia Transliteration C: alazoneia Beta Code: a)lazonei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A false pretension, imposture, Pl.Grg.525a, D.22.47, etc., cf. Arist.EN1127a13, Thphr.Char.23; ὑπ' ἀλαζονείας Ar.Ra. 919: in pl., Id.Eq.290,903, Isoc.12.20; boastfulness, Procop.Pers. 1.11 : metaph., ἀ. χορδῶν their over-readiness to sound, opp. ἐξάρνησις, Pl.R.531b. [That penult. is long appears from Ar.ll. cc., Men. 737.]

German (Pape)

[Seite 88] ἡ, das Wesen u. Betragen des ἀλαζών, Prahlerei, Betrügerei, nach Plat. Def. ἕξις προσποιητικὴ ἀγαθῶν μὴ ὑπαρχόντων; vgl. Theophr. Ch. 23; Arist. rhet. 1, 6 τὸ ἀλλότρια ἑαυτοῦ φάσκειν ἀλαζονείας; Aesch. ἀλαζονεία καὶ κόμπος τοῦ ψηφίσματος 3, 237; vgl. 101; im plur. ἀλαζονείαις χρῆσθαι Isocr. 12, 20; Plat. verb. es mit ὕβρις Phaedr. 253 e; mit ψεῦδος Gorg. 525 a; auch von Saiten, die zu stark ansprechen, ἐξάρνησις καὶ ἀλ. χορδῶν Rep. VII, 531 b; dgl. Ar. Equ. 900 Ran. 917; öfter Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζονεία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀλαζόνος, ψευδὴς κομπασμός, μεγαλαυχία, Ἀριστοφ. Ἱπ. 903, Πλάτ. Γοργ. 525A, κτλ., περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Θεοφρ. Χαρ. 23· ὑπ’ ἀλαζονείας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 919· κατὰ πληθ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 290, Ἰσοκρ. 237Β: - μεταφ. ἀλ. χορδῶν, ἡ ὑπέρμετρος αὐτῶν ἑτοιμότης πρὸς ἤχησιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐξάρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Α: - ὅτι ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρά, φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Μενάνδ. Ἄδηλ. 195· ἀλαζονία [ῐ]μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπ., Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 32.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jactance, vantardise.
Étymologie: ἀλαζών.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ία Orac.Sib.8.32; ἀλαζωνεία Hdn.Epim.183

• Prosodia: [ᾰ-]
1 vanidad, fanfarronería, presunción ὑπ' ἀλαζονείας Ar.Ra.919, ὕβρις καὶ ἀ. Pl.Phdr.253e, ψεύδος καὶ ἀ. Pl.Grg.525a, τὸ τῶν χρημάτων πλῆθος ἀλαζονείαν εἶναι X.HG 7.1.38, cf. Isoc.12.20, D.22.47, Aeschin.3.101, Pl.Def.416a, Arist.EN 1127a13, VV 1251b2, Men.Fr.743, Posidipp.28.5, Thphr.Char.23.1, Luc.Nec.12, Teles 4.35, Plu.2.43b, Procop.Pers.1.11.33, Ph.2.285
op. εἰρώνεια como προσποίησις ἐπὶ τὸ μεῖζον Arist.EN 1108a21
c. gen. subjet. Πέρσου X.Ages.9.1, (Αἰτωλῶν) ἔμφυτος ἀ. Plb.4.3.1, ἀ. τῶν ὑπερηφανούντων ἑαυτούς Plb.5.33.8, ἀ. τοῦ ψηφίσματος Aeschin.3.237, ἀ. τῆς ψυχῆς LXX 4Ma.1.26, Ph.2.404, τοῦ βίου 1Ep.Io.2.16, ἐπί τινι LXX Sap.17.7, περί τοὺς βίους Plb.6.57.6
fig. ἀ. χορδῶν fanfarronería o descaro de las cuerdas (de un instrumento musical), Pl.R.531b.
2 plu. actos de fanfarronería en la comedia νικῆσαί σ' ἀλαζονείαις Ar.Eq.903, cf. 290.

English (Strong)

from ἀλαζών; braggadocio, i.e. (by implication) self-confidence: boasting, pride.