παραγγελία

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγγελία Medium diacritics: παραγγελία Low diacritics: παραγγελία Capitals: ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
Transliteration A: parangelía Transliteration B: parangelia Transliteration C: paraggelia Beta Code: paraggeli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A command or order issued to soldiers, X.HG2.1.4, Act.Ap.16.24; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς π. for giving the word of command, Plb.6.27.1: generally, order issued by an authority, PAmh.2.68.63 (i A. D.), etc.    II summoning one's partisans to support one in a suit at law, exertion of influence, σπουδὴ καὶ π., συγγνώμη καὶ π., D.19.1, 283.    2 summons to appear in court, POxy.484.18 (ii A. D.), etc.    3 canvassing for public office, Plu.Crass.15, App.BC1.21, etc.    III set of rules or precepts, ὑπὸ παραγγελίαν πίπτειν Arist. EN1104a7; παραδόσεις καὶ π. Phld.Rh.1.78 S. (pl.); μεθοδικὴ π. Phld. Po.2.33; instruction, precept, advice, Hp.Jusj., D.S.4.36, 15.10; τὸ τέλος τῆς π. ἐστὶν ἀγάπη 1 Ep.Ti.1.5; τεχνίτης π. λογικῆς, of rules of literary composition, D.S.26.1.

German (Pape)

[Seite 473] ἡ, 1) Verkündigung; – a) Befehl, bes. bei den Soldaten, Armeebefehl, Xen. Hell. 2, 1, 4; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς σύνοψιν καὶ παραγγελίαν, Pol. 6, 27, 1, ein Ort, von dem aus man das Lager übersehen und Befehle an die Soldaten erlassen kann, so daß alle sie hören. – b) Vorladung vor Gericht. VLL. – c) Lehre, Unterricht, Arist. eth. 2, 2; N. T. – 2) Aufbieten. Anstiftung von Parteiungen, um durch einen Anhang ein Amt zu erhalten od. sonst Etwas durchzusetzen, ambitus, Plut. Crass. 15, öfter, u. a. Sp.; u. so kann man auch Dem. 19, 283 nehmen: οὐδέν ἐστ' ὄφελος πολιτείας, ἐν ᾗ συγγνώμη καὶ παραγγελία τῶν νόμων μεῖζον ἰσχύουσιν, womit §. 1 zu vergleichen, ὅση σπουδὴ περὶ τουτονὶ τὸν ἀγῶνα καὶ παραγγελία γέγονε, und Din. bei Harpocr. h. v., der τὰς ἰδίᾳ παραγγελίας γεγενημένας καὶ τὰς δεήσεις vrbdt.

Greek (Liddell-Scott)

παραγγελία: ἡ, διαταγὴ διδομένη εἰς τοὺς, «στρατιώτας, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 4, ἴδε Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 24, πρβλ. παραγγέλλω ΙΙ· - τὸ παράγγελμα, Πολύβ. 6. 27, 1. ΙΙ. ἡ πρόσκλησις εἰς τὸ δικαστήριον ἀνθρώπων πρὸς ὑποστήριξιν δίκης διὰ παντοίων μέσων, καταστρατήγησις, ἐκβιασμός, «ἐξάσκησις ἐπιρροῆς» ὡς λέγουσι νῦν, ὡς οὐδέν ἐστιν ὄφελος.. πολιτείας ἐν ᾗ συγγνώμη καὶ παραγγελία τῶν νόμων μεῖζον ἰσχύουσιν, Δημ. 432. 11. 2) σπουδαρχία, σύστασις φατρίας πρὸς ἐπιδίωξιν ἀρχῆς, τὸ Λατ. ambitus, Πλουτ. Κράσσ. 15 (ἴδε Wittenb εἰς 2. 276C), Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 21, κτλ. ΙΙΙ. ἄθροισμα κανόνων ἢ παραγγελμάτων, ὑπὸ παραγγελίαν πίπτειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 4, διδασκαλία, παραγγελία, συμβουλή, Ἱππ. Ὅρκ., Διόδ. 4. 36., 15. 10, Ἐκλογ. 512. 40, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. α΄, 5. IV. κατάλογος στρατολογικός, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 transmission d’un ordre;
2 mot d’ordre donné à des amis ou à des partisans, particul. pour obtenir une charge ; brigue d’une charge.
Étymologie: παραγγέλλω.

English (Strong)

from παραγγέλλω; a mandate: charge, command.