ὁμολογία

From LSJ
Revision as of 17:59, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογία Medium diacritics: ὁμολογία Low diacritics: ομολογία Capitals: ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: homología Transliteration B: homologia Transliteration C: omologia Beta Code: o(mologi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A agreement, Pl.Smp.187b,al. ; αἱ τῶν ὀνομάτων ὁ. verbal consistency, Id.Tht.164c.    2 assent, admission, concession, τῶν ἐπικαλουμένων Isoc.11.44, cf. Pl.Grg.461b, al. ; κατὰ τὴν ἐμὴν ὁ. by my admission, Id.Prt.350e ; ἡ ὑπέρ τινος ὁ. Id.Tht.169e ; ἐξ ὁ. διαλέγεσθαι argue from premises agreed upon or granted, Arist.Top. 110a33.    3 agreement, compact, συνθήκη καὶ ὁ. Pl.Cra.384d ; ἐμμένειν τῇ ὁ. Id.Tht.145c, Lg.840e : pl., ὁμολογίας παραβαίνειν, διαλύειν, Id.Tht.183d, Isoc.4.175 ; τὰς ὁ. διαφυλάττειν Id.9.44 ; κατὰ τὰς ὁ. Pl.R.443a ; παρὰ τὰς ὁ. Id.Cri.52d.    b esp. in war, terms of peace, truce, or surrender, Hdt.8.52 ; ὁμολογίῃ ἐχρήσαντο, of the conquered, Id.1.150, cf. 4.201 ; ἐς ὁμολογίην προσεχώρησαν Id.7.156 ; τὴν ὁ. δέξασθαι Th.6.10 ; ἐς ὁμολογίην προκαλέεσθαι, of the conquerors, Hdt.3.13 ; ἡ ὁ. ἡ πρός τινα γενομένη Id.1.61, cf. And.1.120 ; ὁμολογίᾳ τὴν ἀκρόπολιν παραδοῦναι Th.3.90, cf. 1.107.    c in Law, contract, agreement, συγγραφὴ καὶ ὁ. PEleph.2.2 (iii B. C.) ; ὁ. τινὸς πρός τινα PFay.91.1 (i A. D.), etc.    4 vow, LXX Je.51(44).25 (pl.).    5 in Stoic Philos., conformity with nature, summum . . bonum, cum positum sit in eo quod ὁμολογίαν Stoici, nos appellemus convenientiam, Cic.Fin.3.6.21 ; ψυχὴ πεποιημένη πρὸς ὁμολογίαν παντὸς τοῦ βίου Stoic. 3.11.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, die Uebereinstimmung, συμφωνία δὲ ὁμολογία τις, Plat. Conv. 187 b; Uebereinkunft, bes. im Disputiren, wenn der Eine dem Andern Etwas als richtig zugiebt, das Zugeständniß, Gorg. 461 c Charm. 175 c; ἡ πρὸς Σωκράτη ὁμολογία, Phil. 12 a; neben ξυνθήκη, Crat. 384 d; παρὰ τὰς συνθήκας τε καὶ ὁμολογίας, Crit. 52 d, vgl. 54 c; – im Kriege, Ergebung an den Feind auf gewisse Bedingungen, Capitulation, ἐς ὁμολογίην προσεχώρησαν, Her. 7, 156, λόγους προσφέρειν περὶ ὁμολογίης, 8, 52, öfter; βουλόμενοι ὁμολογίᾳ τινὶ ἐπιεικεῖ αποπέμψασθαι τὰς ναῦς, unter billiger Bedingung, Thuc. 3, 4; καὶ χρόνῳ ξυνέβησαν καθ' ὁμολογίαν, 1, 98; ὁμολογίαν ποιεῖσθαι, 4, 65; Sp., ὁμολογία τίς ἐστι πᾶσι πρὸς ἅπαντας, Luc. Paras. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογία: Ἰων. -ίη, ἡ, συμφωνία, ὁμοφωνία, Πλάτ. Συμπ. 187Β, κ. ἀλλ.· αἱ τῶν ὀνομάτων ὁμ., συμφωνίαι τῶν λέξεων, Θεαίτ. 164C· ― παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ἡ πρὸς τὴν φύσιν συμμόρφωσις, τὸ τοῦ Κικέρωνος, convenientia, de Fin. 3. 6, 21· πρὸς ὁμολογίαν παντὸς τοῦ βίου Διογ. Λ. 7. 89. 2) συναίνεσις, παραδοχή, συμφωνία, τῶν ἐπικαλουμένων Ἰσοκρ. 230Α, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ.· κατὰ τὴν ἐμὴν ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 350Ε· ἡ ὑπέρ τινος ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 169Ε· ἐξ ὁμ. διαλέγεσθαι, συζητεῖν ἐπὶ δεδομένων προτάσεων ἢ συμπεφωνημένων, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 2. 3) συμφωνία γενομένη, ξυνθήκη καὶ ὁμ. Πλάτ. Κρατ. 384D· τῇ ὁμολογίᾳ ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Θεαίτ. 145C, Νόμ. 840Ε· τὴν ὁμ. παραβαίνειν, διαλύειν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 183D, Ἰσοκρ. 77C· ― ἐν τῷ πληθ., τὰς ὁμ. διαφυλάττειν ὁ αὐτ. 197Ε· κατὰ τὰς ὁμ. Πλάτ., Πολ. 443Α· παρὰ τὰς ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52D β) ίδίως ἐν πολέμῳ, ὅροι παραδόσεως, Ἡρόδ. 7. 156., 8. 52, Θουκ. 1. 107, κλ.· ὁμολογίῃ χρέεσθαι, ὁμολογίην ποιέεσθαι, ἐς ὁμολογίην προσχωρέειν, ἐπὶ τῶν ἡττημένων, Ἡρόδ. 1. 150., 4. 201., 7. 156· οὕτω τὴν ὁμ. δέχεσθαι Θουκ. 6. 10· ἐς ὁμολογίην προκαλέεσθαι, ἐπὶ τῶν νικητῶν, Ἡρόδ. 3. 13· ἡ ὁμ. ἡ πρός τινα γενομένη ὁ αὐτ. 1. 61, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 2· ὁμολογίᾳ τὴν ἀκρόπολιν παραδοῦναι Θουκ. 3. 90. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλησιαστ., ὁμολογία ἀναφερομένη εἰς τοὺς ὁμολογητὰς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, Ἰουστίνου Ἀπολογ. 1, 4, πρὸς Τρύφωνα 47, Διον. Ἀλεξ. 1925Α. 2) ἐξομολόγησις ἁμαρτιῶν, Σωκράτ. 616Β. 3) = εὐχαριστία, (Ἑβραϊσμὸς) καὶ νῦν δότε ὁμολογίαν δόξαν τῷ κυρίῳ Θεῷ Ἑβδ. (Ἔσδρ. (Α) Θ΄, 8). 4) = εὐχή, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΝΑ΄, 25).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
convention, accord.
Étymologie: ὁμολογέω.

English (Strong)

from the same as ὁμολογέω; acknowledgment: con- (pro-)fession, professed.

English (Thayer)

ὁμολογίας, ἡ (ὁμολογέω, which see (cf. Winer s Grammar, 35 (34))), in the N. T. profession (R. V. uniformly confession);
a. subjectively: ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν, i. e. whom we profess (to be ours), objectively, profession (confession) i. e. what one professes (confesses): ὁμολογέω, 3); 13 (see μαρτυρέω, a. p. 391 a); τῆς ἐλπίδος, the substance of our profession, which we embrace with hope, εἰς τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, relative to the gospel, translate, for the obedience ye render to what ye profess concerning the gospel; cf. ἡ εἰς τόν τοῦ Θεοῦ Χριστόν ὁμολογία, Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 47 — a construction occasioned perhaps by ἡ εἰς τόν Χριστόν πίστις, Winer s Grammar, 381 (357))). (Herodotus, Plato, others.))