πετεινός

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετεινός Medium diacritics: πετεινός Low diacritics: πετεινός Capitals: ΠΕΤΕΙΝΟΣ
Transliteration A: peteinós Transliteration B: peteinos Transliteration C: peteinos Beta Code: peteino/s

English (LSJ)

ή, όν, also πετηνός (v. fin.), and πτηνός (v. sub voc.), Ep. and poet. πετεηνός (also πετεεινός AP9.337 (Leon.), 363.22 (Mel.)):—

   A able to fly, full-fledged, of young birds, πάρος πετεηνὰ γενέσθαι Od.16.218; of birds generally, able to fly, winged, πετηνῶν . . ὑπ' οἰωνῶν A.Th.1025 ; πετηνοῖς γυψί E.Rh.515 ; also π. ἵππος Men.Pk. 342 : abs., πετεηνά winged fowl, αἰετὸς . . τελειότατος πετεηνῶν Il.8.247, al. ; πετεινόν a bird, Thgn.1097 ; τὰ πετεινά (with v.l. πετηνά) Hdt.1.140, 2.123, 3.106, Lycurg.132.—Thom.Mag.p.272 R. rejects the form πετεινός : Πετηνή is the name of an Att.ship in IG22.1611.138.

German (Pape)

[Seite 605] att. statt πετηνός, s. Thom. Mag. u. Pors. Eur. Hec. praet. p. VIII; οἰωνοί, Aesch. Sept. 1011; πετεινοῖς γυψί, Eur. Rhes. 515, aber auch bei Theogn. 1097, wie Her. 2, 123; sp. D. wie Archi. 8 (VI, 179).

Greek (Liddell-Scott)

πετεινός: -ή, -όν, ὡσαύτως πετηνὸς (ἴδε ἐν τέλει), καὶ πτηνὸς (ἴδε ἐν λέξει), Ἐπικ. πετεηνός, καὶ ἐν τῇ Ἀνθ. πετεεινὸς (9. 337., 363. 22)· ― ὁ πτῆναι δυνάμενος, ὁ δυνάμενος νὰ πετάξῃ, ἐπὶ νέων πτηνῶν, πάρος πετεηνὰ γενέσθαι Ὀδ. Π. 218· ἐπὶ πτηνῶν καθόλου, ὁ δυνάμενος νὰ πετᾷ, ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνεα Ἰλ. Θ. 247, κ. ἀλλ.· πετηνῶν... ὑπ’ οἰωνῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 1020 πετηνοῖς γυψὶ Εὐρ. Ρῆσ. 515· τὰ ζῷα τὰ πετ. Λυκοῦργ. 166. 33· ― ἀπολ., πετεηνά, πτερωτὰ πτηνά, αἰετός… τελειότατος πετεηνῶν Ἰλ. Θ. 247, κ. ἀλλ.· οὕτω, πετεινόν, πτηνόν, Θέογν. 1097· τὰ πετεινὰ Ἡρόδ. 1. 140., 2. 123., 3. 106 (διάφ. γραφ. πετηνά). ― Ὁ Θωμ. Μάγιστρ. ἀποδοκιμάζει τὸν τύπον πετηνὸς παρ’ Ἀττ., ἀλλ’ ἀπαντᾷ οὗτος ἐν τῷ Μεδ. Κώδ. τοῦ Αἰσχύλ. καὶ παρ’ Εὐρ.· καὶ Πετήνη εἶναι τὸ ὄνομα Ἀττικ. τινος πλοίου ἔν τινι Ἐπιγραφῇ ἐν Böckh’s Urkunden σ. 317-9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. πετεηνός.

English (Thayer)

πετεινη, πετεινόν (Attic for πετηνος, from πέτομαι),. flying, winged; in the N. T. found only in neuter plural πετεινά and τά πετεινά, as a substantive, flying or winged animals, birds: G L T Tr WH); τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ (the Sept. for הַשָׁמַיִם עוף; see οὐρανός, 1b.), the birds of heaven, i. e. flying in the heavens (air), L T Tr WH omit τά); Theognis, Herodotus, others.))