ἀκρίβεια

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβεια Medium diacritics: ἀκρίβεια Low diacritics: ακρίβεια Capitals: ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Transliteration A: akríbeia Transliteration B: akribeia Transliteration C: akriveia Beta Code: a)kri/beia

English (LSJ)

ἡ,

   A exactness, precision, Hp.VM 12, Th.1.22, etc.; τῶν πραχθέντων Antipho 4.3.1, cf. Lys.17.6:— freq. with Preps. in adv. sense, δι' ἀκριβείας with minuteness or precision, Pl.Tht.184c, Ti.23d, etc.; διὰ πάσης ἀ. Lg.876c; εἰς τὴν ἀ. φιλοσοφεῖν Grg.487c; εἰς ἀ. Arist.Pol.1331a2; πρὸς τὴν ἀ. Pl.Lg.769d, cf. Arist.Resp.478b1:—ἡ ἀ. τοῦ ναυτικοῦ its efficiency, rigid discipline, Th.7.13; ἀ. νόμων strictness, severity, Isoc.7.40; περὶ τὸ διάφορον strictness in money matters Plb. 31 27.11: pl., niceties, Pl.R.504e, Is. 7.16.    2 parsimony, frugality, Plu.Per.16; ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι is scarce, Pl.Lg.844b.

German (Pape)

[Seite 81] ἡ, Genauigkeit, Sorgfalt u. Gründlichkeit in allem Thun, z. B. μαθήματος Plat. Legg. VII, 809 a; τῆς κατασκευῆς Xen. Oec. 8, 17; εἰς τὰ χρηστά, Eifer für das Gute, Xen. Ath. 1, 5; bes. von den Wissenschaften u. den Studien, λόγων Euthyd. 288 a; πονηρὰ λόγων ἀκρ., übertriebene Spitzfindigkeit, Antiph. III γ 3; von dem Rechte, τοιαύτας ἀκριβείας ἔχει τὰ δίκαια Is. 7, 17; τὴν ἐκ τῶν νόμων ἀκρίβειαν τηρεῖν Pol. 32, 13; τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὸ καθαρὸν τοῦ πολιτεύματος Plut. Them. 4, wo es strenge Zucht ist, wie schon Thuc. τὴν ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ ἀφῃρῆσθαι 7, 13 sagt. Auch die genaue Wahrheit, τὴν τῶν πραχθέντων ἀκρίβειαν μαθεῖν Antiph. IV γ 1; ε ἰβουλοίμην τὴν ἀκρ. γράφειν Dion. H. 1, 23; Genauigleit, Sparsamkeit, Pol. 32, 13, 11; Plut. Per. 16, 36; ἐὰν τὸ ὕδωρ δι' ἀκριβείας ᾖ Plat. Legg. VIII, 844 b, wenn es knapp, dürftig ist. – Als adverb. Ausdrücke bemerke man: δι' ἀκριβείας, sorgfältig, Plat. oft, z. B. Tim. 23 d; διὰ πάσης ἀκρ. Arist. A. H. 1, 5; εἰς τὴν ἀκρίβειαν φιλοσοφεῖν Gorg. 487 c; Arist. Pol. 7, 11; πρὸς τὴν ἀκρίβειαν Legg. VI, 769 d; νόμοι μετὰ πλείστης ἀκριβείας κείμενοι, mit der größten Sorgfalt abgefaßte Gesetze, Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρίβεια: [κρῑ], ἡ, ἀκρίβεια, λεπτομέρεια, ἡ μετὰ προσοχῆς ἐκτέλεσις οἱασδήποτε πράξεως, αὐστηρότης περὶ τὴν κατάληψιν καὶ ἔκφρασιν, Θουκ. 1. 22, κτλ., τῶν πραχθέντων, Ἀντιφῶν 127, 12· πρβλ. Λυσ. 148, 38: - συχν. μετὰ προθέσ. ἐν ἐπιρρ. σημασίᾳ, δι’ ἀκριβείας, = ἀκριβῶς, μετὰ λεπτομερείας ἢ αὐστηρᾶς ἀληθείας, Πλάτ. Θεαίτ. 184C, Τίμ. 23D, κτλ., διὰ πάσης ἀκρ., ὁ ἀυτ. Νόμ. 876C· - εἰς τὴν ἀκρ. φιλοσοφεῖν, Πλάτ. Γοργ. 487C· εἰς ἀκρίβειαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· - πρὸς τὴν ἀκρίβειαν, Πλάτ. Νόμ. 769D· πρὸς ἀκρ., Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 16: - ἡ ἀκρ. τοῦ ναυτικοῦ, ἡ καλὴ αὐτοῦ κατάστασις καὶ ἡ αὐστηρὰ πειθαρχία, Θουκ. 7. 13· ἀκρ. νόμων, αὐστηρότης, Ἰσοκρ. 147Ε, πρβλ. Ἰσαῖ. 65. 7: πληθ. λεπτολογίαι, Πλάτ. Πολ. 504Ε. 2) ἀκρίβεια, ἀλλὰ καὶ ἡ μέχρι μικρολογίας λεπτομέρεια καὶ ἀκρίβεια, Πολύβ. 32. 13, 11. 3) φειδωλία, λιτότης, Πλουτ. Περικλ. 16· ὕδωρ δι’ ἀκριβείας ἐστί τινι, εἶναι σπάνιον, Πλάτ. Νόμ. 844Β: - δὲν εὑρίσκεται σχεδὸν ἀλλαχοῦ εἰμὴ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 exactitude, soin minutieux ; ἀκρίβεια τοῦ ναυτικοῦ THC exacte discipline dans la flotte ; ἀκρίβεια νόμων ISOCR rigueur des lois;
2 économie rigide.
Étymologie: ἀκριβής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -είη Hp.VM 12
I 1rigor, exactitudde una ciencia, Hp.VM 12, Vict.3.67, Pl.Euthd.288a, τῆς τέχνης ref. un actor trágico FD 1.551.29 (II d.C.), τῶν φθόγγων Arist.Aud.801b2, τῶν λεχθέντων ref. a los discursos insertos en su historia, Th.1.22, τῶν πραχθέντων verdad exacta Antipho 4.3.1
información exacta, PCair.Zen.446.15 (III a.C.), de una cuenta de dinero POxy.2725.5 (I d.C.), cf. Epicur.Ep.[2] 78.5
esp. en locuciones adv. con precisión διά c. gen. Pl.Lg.876c, Arist.APr.24b14, ἐπ' ἀκριβείας Thphr.Fr.96, ἐν ἀκριβείᾳ Aesop.306.5, εἰς τὴν ἀκρίβειαν Pl.Grg.487c, cf. Arist.Pol.1331a2, μετὰ πάσης ἀκριβείας UPZ 110.46 (II a.C.), πρὸς ἀκρίβειαν Pl.Lg.769d.
2 rigor, severidad, acción de ceñirse a la letra ἀ. νόμου Gorg.B 6, νόμων Isoc.7.40, τῶν δικαστηρίων D.C.56.40.4, περὶ τὸ διάφορον severidad en cuestiones de dinero Plb.31.27.11
celo εἰς τὰ χρηστά X.Ath.1.5
eficiencia τοῦ ναυτικοῦ Th.7.13.
II 1escasez ὕδατος Pl.Lg.844b
tacañería πατρός Plu.Per.16.
2 plu. sutilezas Pl.R.504e, Is.7.16.

English (Strong)

from the same as ἀκριβέστατος; exactness: perfect manner.

English (Thayer)

(είας, ἡ (ἀκριβής), exactness, exactest care: κατά ἀκρίβειαν τοῦ νόμου in accordance fwith the strictness of the Mosaic law (cf. Isoc. areop., p. 147e.)). (From Thucydides down.)