γενεαλογία
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ἡ, tracing a pedigree, Pl.Cra.396c, al.: in plural, Isoc.11.8; title of work by Hecataeus; γ. καὶ μῦθοι Plb.9.2.1, cf. 1 Ep.Ti.1.4, Jul.Or.7.205c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): γενεο- Max.Tyr.17.1
genealogía ἡ Ἡσιόδου γ. Pl.Cra.396c, ἀπό τε Αἰόλου καὶ Δώρου τὴν γενεαλογίαν συνιστάμενοι iniciando su genealogía a partir de Eolo y Doro, SEG 38.1476.24 (Janto III a.C.), cf. TAM 2.174.A.16 (Sídima, imper.), Corn.ND 17, Dam.Pr.124, Gal.9.656, Iul.Or.7.205c, Max.Tyr.l.c., Gr.Naz.M.36.433A
•en plu. περὶ τὰς γενεαλογίας ἐσπουδακώς habiéndote ocupado de genealogías Isoc.11.8, γενεαλογίαι καὶ μῦθοι Plb.9.2.1, cf. 1Ep.Ti.1.4, ἐν ταῖς γενεαλογίαις τῶν Λευιτῶν I.AI 11.71
•Γενεαλογίαι tít. de una obra de Hecateo, Ath.148f, αἱ γενεαλογίαι τῶν ἐν Ἰταλίᾳ πόλεων obra de Catón el Censor, D.H.1.11.
German (Pape)
[Seite 481] ἡ, dasselbe, Plat. Crat. 396 c; Pol. 9. 2, 1 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
généalogie.
Étymologie: γενεά, λόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενεαλογία -ας, ἡ γενεά, λέγω stamboom, geslachtsregister.
Russian (Dvoretsky)
γενεᾱλογία: ἡ генеалогия, родословная Isocr., Plat., Arst., Polyb.
Middle Liddell
[from γενεάλογος
the making a pedigree, Plat.
English (Strong)
from the same as γενεαλογέω; tracing by generations, i.e. "genealogy": genealogy.
Greek Monolingual
η (AM γενεαλογία) γενεαλόγος
η λεπτομερής καταγραφή τών προγόνων ενός ατόμου ή μιας οικογένειας, το γενεαλογικό δένδρο
νεοελλ.
1. η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα της καταγωγής και της διαδοχής τών γενών μιας οικογένειας
2. βιολ. η σειρά τών μορφών που πήρε ένα ζωικό ή φυτικό είδος από την εμφάνιση της ζωής μέχρι σήμερα.
Greek Monotonic
γενεᾱλογία: ἡ, εξεύρεση του γενεαλογικού δέντρου, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
γενεᾱλογία: ἡ, ἡ ἐξεύρεσις τοῦ γένους ἢ τῆς καταγωγῆς, ἡ ἀνίχνευσις οἰκογενείας, Ἰσοκρ. 223Β, Πλάτ. Κρατ. 396C καὶ ἄλλ.· κατὰ πληθ., ἔργον τι τοῦ Ἑκαταίου.
Chinese
原文音譯:genealog⋯a 給尼阿-羅居阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:成為-放置(說著) 相當於: (יָחַשׂ)
字義溯源:世代溯源,家譜,根源;源自(γενεαλογέω)=清點族譜);由(γενεά)=族系)與(λόγος)=話)組成,其中 (γενεά)出自(γένος)=親戚,族裔),085出自(γίνομαι)*=成為),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(2);提前(1);多(1)
譯字彙編:
1) 家譜(2) 提前1:4; 多3:9