κῆνσος
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A census, Ev.Matt.22.19, IGRom.4.1213 (Thyatira), 3.41 (Nicaea), PAmh.2.83.2 (iii/iv A.D.).
II poll-tax, Ev. Matt.17.25.
German (Pape)
[Seite 1431] ὁ, das lat. census; κήνσωρ, das lat. censor; VLL., N.T.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
= lat. census.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆνσος -ου, ὁ [Lat. census] census.
Russian (Dvoretsky)
κῆνσος: ὁ (лат. census, греч. τίμημα) подать NT.
English (Strong)
of Latin origin; properly, an enrollment ("census"), i.e. (by implication) a tax: tribute.
English (Thayer)
κήνσου, ὁ, the Latin word census (among the Romans, denoting a register and valuation of property in accordance with which taxes were paid), in the N.T. (as in Cod. Just. 4,47) the tax or tribute levied on individuals and to be paid yearly (Hesychius κῆνσος. εἶδος νομισματος, ἐπικεφάλαιον, our capitation or poll tax): τό νόμισμα τοῦ κήνσου, the coin with which the tax is paid, tribute money, Matthew 22:19.
Greek Monolingual
κῆνσος, -ου, ὁ (ΑΜ)
1. απογραφή και διατίμηση κτημάτων προκειμένου να επιβληθεί ανάλογη φορολογία
2. ο φόρος που οριζόταν κατά κεφαλήν, ο κεφαλικός φόρος
3. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος νομίσματος
επικεφάλαιον» — νόμισμα αξίας ενός δηναρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. census «απογραφή»].
Greek Monotonic
κῆνσος: ὁ, Λατ. census, απογραφή και διατίμηση των κτημάτων προς καθορισμό της φορολογίας, σε Καινή Διαθήκη· ο ίδιος ο φόρος, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κῆνσος: ὁ, Λατ. census, ἀπογραφὴ καὶ διατίμησις τῶν κτημάτων πρὸς ὁρισμὸν τῆς φορολογίας, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 3497. 15., 3751. 5. ΙΙ. αὐτὸς ὁ φόρος, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 25. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κίνσος· εἶδος νομίσματος. ἐπικεφάλαιον».
Middle Liddell
κῆνσος, ὁ,
Lat. census, registration of taxation, NTest.: — the tax itself, NTest.
Chinese
原文音譯:kÁnsoj 肯所士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:個人稅
字義溯源:稅金^,普查,登記(為著課稅),貢金,稅,丁稅,上稅。
同義字:1) (ἐπικεφάλαιον / κῆνσος)稅金 2) (τελώνης)稅吏 3) (φόρος)負擔,稅
出現次數:總共(4);太(3);可(1)
譯字彙編:
1) 稅(2) 太22:17; 可12:14;
2) 上稅(1) 太22:19;
3) 丁稅(1) 太17:25