παρθενία
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ἡ,
A = virginity, παρθενεία (q.v.).
II old name of Samos, Arist.Fr.570.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, = παρθενεία; Pind. I. 7, 45; Aesch. Prom. 898; Eur. Phoen. 1494; παρθενίη καὶ λέκτρον ἀκήρατον, Ap. Rh. 2, 502; Sp. auch in Prosa, Plut. Brut. 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
virginité.
Étymologie: παρθένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενία en παρθενεία -ας, ἡ, Ion. παρθενίη [παρθένος] ongehuwde staat (van een meisje).
Russian (Dvoretsky)
παρθενία: ἡ девичество Pind., Aesch., Eur.
English (Slater)
παρθενία virginity “ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (sc. Θέτις) (I. 8.45)
English (Strong)
from παρθένος; maidenhood: virginity.
Greek Monolingual
και παρθενιά, η / παρθενία και επικ. τ. παρθενίη, ΝΜΑ παρθένος
η ιδιότητα ή η κατάσταση της γυναίκας που είναι παρθένα, που δεν έχει έλθει ακόμα σε σαρκική επαφή με άντρα
νεοελλ.
1. η απουσία κάθε πονηρής σκέψης ή διάθεσης, αγνότητα («η παρθενία της ψυχής»)
2. συνεκδ. ο παρθενικός υμένας
3. φρ. «παίρνω την παρθενιά»
α) διακορεύω
β) μτφ. γεύομαι ή χρησιμοποιώ πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή
αρχ.
αρχαία ονομασία της Σάμου.
Greek Monotonic
παρθενία: ἡ, = παρθενεία, σε Πίνδ., Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενία: ἡ, = παρθενεία, ὃ ἴδε. ΙΙ. ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Σάμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 529.
Middle Liddell
παρθενία, ἡ, = παρθενεία, Pind., Aesch., Eur.]
Chinese
原文音譯:parqen⋯a 爬而帖你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁 安置
字義溯源:童女時期,童女,童女性,未婚時期;源自(παρθένος)*=童女)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 童女(1) 路2:36
Translations
Albanian: virgjëri; Arabic: بَكَارَة, بَتُولِيَّة; Armenian: կուսություն; Aromanian: virghireatsã; Asturian: virxinidá; Azerbaijani: bakirəlik, bəkarət, qızlıq; Belarusian: дзявоцкасць, цнота, цнатлі́васць; Bulgarian: девственост; Catalan: virginitat; Chinese Mandarin: 處女性, 处女性, 童貞, 童贞; Czech: panenství; Dutch: maagdelijkheid; Estonian: neitsilikkus; Finnish: neitsyys; French: virginité; Galician: virxinidade; Georgian: სიმწვანე, ქალწულება, ქალიშვილობა, ვაჟიშვილობა; German: Jungfräulichkeit, Virginität, Unschuld; Gothic: 𐌼𐌰𐌲𐌰𐌸𐌴𐌹; Greek: παρθενία; Ancient Greek: παρθενία, παρθενεία, ἀφθορία, τὸ ἄφθορον; Hebrew: בְּתוּלִים; Interlingua: virginitate; Irish: maighdeanas, ócht; Italian: verginità, pulcellaggio; Japanese: 処女, 処女性, 童貞; Khmer: ព្រហ្មចារីភាព; Latin: virginitas; Latvian: jaunavība; Lithuanian: nekaltýbė; Malay: dara, keperawanan; Manx: moidynys; Maori: puhinga, wāhinatanga; Old English: mæġþhād; Old Occitan: virginitad; Persian: باکرگی, بکارت; Polish: panieństwo, dziewictwo; Portuguese: virgindade; Romanian: virginitate, feciorie; Russian: девственность, невинность, непорочность; Scottish Gaelic: maighdeannas, òigheachd; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏вӣно̄ст; Roman: nȅvīnōst; Slovak: panenstvo; Slovene: devištvo; Spanish: virginidad, doncellez; Swedish: oskuld, jungfrudom, mödom, svendom; Telugu: కన్నెరికం; Thai: พรหมจรรย์; Turkish: bakirlik, bakirelik, bekâret, kızlık; Ukrainian: цнота, незайманість, цнотливість