σιτιστός
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
σιτιστή, σιτιστόν, = σιτευτός, Ev.Matt.22.4, J.AJ8.2.4, Ath.14.656e.
German (Pape)
[Seite 885] adj. verb. von σιτίζω, genährt, gefüttert, gemästet, ὄρνιθες Ath. XIV, 656 e.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτιστός -ή -όν [σιτίζω] vetgemest: subst.. τὰ σιτιστά vetgemest vee NT Mt. 22.4.
Russian (Dvoretsky)
σῑτιστός: откормленный (на убой) (sc. θρέμματα NT).
English (Strong)
from a derivative of σῖτος; grained, i.e. fatted: fatling.
English (Thayer)
σιτιστη, σιτιστον (σιτίζω, to feed with grain, to fatten), fattened (plural τά σιτία as substantive, A. V. fatlings), Josephus, Antiquities 8,2, 4; Athen. 14, p. 656e.)
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ σιτίζω
ο σιτευτός, το θρεφτάρι.
Greek Monotonic
σῑτιστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σιτίζω = σιτευτός, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σῑτιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σιτίζω, = σιτευτός, Ἀθήν. 656Ε, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 2, 4.
Middle Liddell
σῑτιστός, ή, όν verb. adj. of σιτίζω, = σιτευτός, NTest.]
Chinese
原文音譯:sitistÒj 西提士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(有)穀粒
字義溯源:餵飽的,肥的,餵肥的,肥畜;源自(σιτίον / σῖτος)*=穀類,麥)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 肥畜(1) 太22:4
French (New Testament)
ή, όν
gras, engraissé (bétail)
σιτίζω