συγκαλύπτω

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰλύπτω Medium diacritics: συγκαλύπτω Low diacritics: συγκαλύπτω Capitals: ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: synkalýptō Transliteration B: synkalyptō Transliteration C: sygkalypto Beta Code: sugkalu/ptw

English (LSJ)

A cover completely or veil completely, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε γαῖαν Od.5.293; σ. τι χρόνῳ E.Ph. 872, cf. Pl.R.452d; συγκαλύπτω τὴν ἀλήθειαν Olymp.Alch. p.70 B.; συγκαλύψαντές μου τὴν κεφαλήν BGU1816.19 (i B.C.); ὁ συγκεκαλυμμένος πατήρ, with reference to a well-known fallacy (cf. ἐγκαλύπτω 1), Epicur.Nat.9; ἐξάγει συγκεκαλυμμένην = muffled up, Plu.Num.10, cf. LXX Su.39:—Med., aor. συγκαλύψασθαι, wrap oneself up, cover one's face, X.Cyr.8.7.28, Smp.1.14; συγκαλύψασθαι τὴν κεφαλήν IG42(1).126.6 (Epid., ii A.D.).
2 intr. in Act., λόγος συγκαλύψας ἀχλύϊ Them. Or.4.59b.

German (Pape)

[Seite 964] mit bedecken, verhüllen; ἃ συγκαλύψαι χρόνῳ χρῄζοντες, Eur. Phoen. 879; Anacr. 14, 32; Gegensatz von ἀποδύεσθαι, Plat. Rep. V, 452 d; – med. sich verhüllen, Xen. Cyr. 8, 7, 28.

French (Bailly abrégé)

couvrir entièrement, envelopper;
Moy. συγκαλύπτομαι s'envelopper.
Étymologie: σύν, καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καλύπτω, Att., Ion. en later ξυγκαλύπτω, helemaal bedekken of omhullen, verbergen: ook in tmes.. σὺν … νεφέεσσι κάλυψε γαῖαν bedekte de aarde helemaal met wolken Od. 5.293.

Russian (Dvoretsky)

συγκᾰλύπτω:
1 окутывать, обволакивать, отовсюду закрывать (γαῖαν νεφέεσσι Hom. - in tmesi): συγκαλυψάμενος κατέκειτο Xen. он лежал закутавшись;
2 скрывать, утаивать (τι Eur.; οὐδὲν συγκεκαλυμμένον ἐστὶν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται NT): συγκαλυπτέος ὅσον μάλιστα Aesch. представляющий величайшую тайну.

Spanish

ocultar también

English (Strong)

from σύν and καλύπτω; to conceal altogether: cover.

English (Thayer)

(cf. σύν, II. at the end)): perfect passive participle συγκεκαλυμμένος; from Homer down; the Sept. for כִּסָּה; to cover on all sides, to conceal entirely, to cover up completely: τί, passive, Luke 12:2.

Greek Monolingual

ΝΜΑ καλύπτω
1. καλύπτω εντελώς
2. αποκρύπτω, αποσιωπώ («αποπειράθηκε να συγκαλύψει την αλήθεια»)
αρχ.
(αμτβ.) καθιστώ κάτι ασαφές.

Greek Monotonic

συγκᾰλύπτω: μέλ. -ψω, σκεπάζω ή καλύπτω, κουκουλώνω εντελώς, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. — Παθ., συγκεκαλυμμένη, αυτή που έχει καλυφθεί εντελώς, που έχει περιτυλιχθεί, σε Πλούτ. — Μέσ., καλύπτω εντελώς τον εαυτό μου, σκεπάζω το πρόσωπό μου, αποσιωπώ, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰλύπτω: μέλλ. -ψω, καλύπτω, σκεπάζω ἐντελῶς, σὺν δὲ νεφέεσι κάλυψεν γαῖαν Ὀδ. Ε. 293· σ. τι χρόνῳ Εὐρ. Φοίν. 872, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 452D· ἐξάγει συγκεκαλυμμένην, κεκαλυμμένην ἐντελῶς, Πλουτ. Νουμ. 10. - Μέσ., ἀόρ. συγκαλύψασθαι, συγκαλύψαι ἑαυτόν, καλύψαι τὸ πρόσωπόν μου, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 28, Συμπ. 1. 14. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., λόγος συγκαλύψας ἀχλύϊ Θεμίστ. 59Β.

Middle Liddell

fut. ψω
to cover or veil completely, Od., Eur.: Pass., συγκεκαλυμμένη muffled up, Plut.:— Mid. to wrap oneself up, cover one's face, Xen.

Chinese

原文音譯:sugkalÚptw 尋格-卡呂普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-蓋
字義溯源:共同隱藏,完全遮蔽,掩蓋,掩蓋的事;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(καλύπτω)=遮蓋)組成,而 (καλύπτω)出自(κλέπτω)*=偷竊),或(κρύπτω)=隱藏*)。參讀 (ἀποκρύπτω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 掩蓋的事(1) 路12:2

Léxico de magia

ocultar también συγκάλυπτε τὸ ζῴδιον καὶ ἀποστὰς ἀπ' αὐτοῦ πήχεις ἕξ esconde también la figura y aléjate seis codos de ella P XXXVI 270