συνεκλεκτός
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
English (LSJ)
συνεκλεκτή, συνεκλεκτόν, chosen along with or together, 1 Ep.Pet.5.13.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich ausgelesen, ausgewählt, N.T.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
choisi ou élu avec.
Étymologie: σύν, ἐκλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεκλεκτός -ή, -όν [συνεκλέγομαι] (mede) uitverkoren; subst.. ἀσπάζεται ὑμᾶς ἡ ἐν Βαβυλῶνι συνεκλεκτή de mede-uitverkoren gemeente (de zustergemeente) in Babylon NT 1 Pet. 5.13.
Russian (Dvoretsky)
συνεκλεκτός: вместе или одновременно избранный (sc. ἐκκλησία NT).
English (Strong)
from a compound of σύν and ἐκλέγομαι; chosen in company with, i.e. co-elect (fellow Christian): elected together with.
English (Thayer)
συνεκλεκτή, συνεκλεκτον (see ἐκλεκτός), elected or chosen (by God to eternal life) together with: 1 Peter 5:13.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ο μαζί με άλλον εκλεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλεκτός.
Greek Monotonic
συνεκλεκτός: -ή, -όν, αυτός που έχει επιλεγεί μαζί με άλλους, που είναι ο εκλεκτός μαζί με άλλους, τισι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλεκτός: -ή, -όν, ὁ ἐκλεχθεὶς μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 13.
Middle Liddell
συν-εκλεκτός, ή, όν
chosen along with, τισί NTest.
Chinese
原文音譯:suneklektÒj 尋-誒克-累克拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:共同-出-提出的
字義溯源:同蒙揀選,同被選擇;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἐκλέγομαι)=挑選)組成,而 (ἐκλέγομαι)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 同蒙揀選的(1) 彼前5:13