ἀμάρτυρος
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
ἀμάρτυρον, without witness, unattested, Th.2.41, D.20.149, PFlor.59.13 (iii A. D.); ἀμαρτύρων εὔντων Herod.2.85; ἀ. οὐδὲν ἀείδω Call.Fr.442; unsupported by evidence, δίκη Procop.Arc.16, etc. Adv. ἀμαρτύρως = without evidence, without being martyred Antipho Soph.93b, D.30.21, cf. Sch.Il.Oxy.21.203.
Spanish (DGE)
(ἀμάρτῠρος) -ον
I 1no atestiguado, no probado, que no tiene pruebas ξυμβόλαι' E.Fr.13.4P., de una narración fantástica, Heraclid.Pont.69.20, Ἰνδῶν ... ἢ Λιβύων διηγήσεις Plu.2.975d, τοῦτο Luc.Tox.60, ἀμάρτυρον δὲ εἰ διὰ τούτου τοῦ τόπου κατῆλθον Sch.S.OC 1593
•carente de tradición literaria ἀμάρτυρον οὐδὲν ἀείδω Call.Fr.612.
2 que no tiene testigos, que nadie ve δύναμις Th.2.41, ἀμαρτύρων εὔντων Herod.2.85, εὐδαιμονία Luc.Ep.Sat.33, ἡ κτῆσις Luc.Ep.Sat.29, τὸ μέγεθος τῶν προειρημένων χρημάτων I.AI 14.111, ὁδίτης Nonn.Par.Eu.Io.3.2, Λιβύη ἀ. la parte desconocida de Libia Philostr.VA 6.1
•jur. sin testigos πρᾶξις D.30.38, πρᾶγμα Aeschin.1.92, subtítulo del discurso «Contra Eutino», Isoc.1 tít., Philostr.VS 505, ἵνα μὴ ἀ. ᾖ PFlor.59.13 (III a.C.).
II 1que no da testimonio οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκε ἀγαθουργῶν de Cristo no dejó de dar testimonio de sí mismo, derramando bienes, Act.Ap.14.17, ὁ κύριος ἵνα μὴ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ποιήσῃ τῆς θείας χάριτος Mac.Aeg.M.34.596A, cf. Meth.Res.1.42.
2 que no necesita testimonio πίστις Ph.1.168.
III adv. ἀμαρτύρως
1 sin pruebas D.30.21.
2 sin ser un mártir τούτους ἐξάγειν ἑαυτοὺς ἀ. λέγομεν Clem.Al.Strom.4.4.17.
German (Pape)
[Seite 117] nicht durch Zeugen bestätigt, von Prozesssachen, ἀμ. πρᾶγμα ἔχειν Aesch. 1, 92; πρᾶξις ἀμάρτυρος γέγονε Dem. 34, 38; δύναμις, unbezeugt, Thuc. 2, 41; N.T. – Adv. ἀμαρτύρως ποιεῖν, ohne Zeugen thun, Dem. 30, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans témoin ; non attesté.
Étymologie: ἀ, μάρτυς.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάρτῠρος: не подтвержденный свидетельскими показаниями, недоказанный (πρᾶγμα Aeschin.; πρᾶξις Dem.): οὐκ ἀ. δύναμις Thuc. достаточно доказанное (вполне очевидное) могущество.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a form of μάρτυς; unattested: without witness.
English (Thayer)
(μάρτυς), without witness or testimony, unattested: Thucydides, Demosthenes, Joseph, Plutarch, Lucian, Herodian)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάρτῠρος: -ον, ὁ ἄνευ μαρτύρων, ὁ μὴ μεμαρτυρημένος, μὴ ἀποδεδειγμένος, Θουκ. 2. 41, Δημ. 502. 20, κτλ. ― Ἐπίρρ. ἀμαρτύρως, Δημ. 869. 22.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμάρτυρος, -ον) μάρτυς
αυτός που δεν αποδεικνύεται με μαρτυρίες, ο δίχως μάρτυρες ή μαρτυρίες
νεοελλ.
λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά υπάρχουν υποθετικά.
Greek Monotonic
ἀμάρτῠρος: -ον (μάρτυς), αυτός που δεν έχει μάρτυρες, ο μη μεμαρτυρημένος, σε Θουκ. κ.λπ.· επίρρ. -ρως, σε Δημ.
Chinese
原文音譯:¢m£rturoj 阿-馬而替羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-印證的
字義溯源:未經證實的,沒有證據的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 沒有⋯證據(1) 徒14:17