ἀντιμετρέω

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμετρέω Medium diacritics: ἀντιμετρέω Low diacritics: αντιμετρέω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: antimetréō Transliteration B: antimetreō Transliteration C: antimetreo Beta Code: a)ntimetre/w

English (LSJ)

A measure out in turn, give one thing as compensation for another, τί τινι Luc.Am. 19:—Pass., ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν it shall be measured in turn, Ev.Matt.7.2, Ev.Luc.6.38.
II Astrol., correspond in ascension, Cat.Cod.Astr.8(4).187.

Spanish (DGE)

I 1c. ac. y dat. instrum. medir a su vez de la relación entre cosa medida y patrón c. que se mide τῇ κοτύλῃ τοῦ οἴνου τὴν χαλκῆν ἀντιμετροῦμεν κοτύλην Simp.in Ph.733.22
en v. pas. ἀντιμετρεῖται γὰρ ὑπὸ τῶν μετρουμένων τὰ μέτρα Simp.in Ph.733.19, de la relación entre movimiento y tiempo, Simp.in Ph.733.18.
2 dar en pago o medida equivalente, compensar con c. ac. y dat. pers. τῷ θνῄσκοντι τὸ τικτόμενον ἀντεμέτρησεν Luc.Am.19, cf. τὸ πρὸς ἀξίαν τοῖς κακούργοις Basil.M.29.40.
3 medir a su vez fig., en v. pas. ᾧ γὰρ μέτρῳ μετρεῖτε ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν con la medida que medís se os medirá, Eu.Luc.6.38, cf. Euthal.Act.M.85.633A.
4 astrol. estar en medida equivalente de οἱ Δίδυμοι ἀντιμετροῦσιν τὸν Αἰγοκέρωτα ... κατὰ τὰ ἰσανάφορα Cat.Cod.Astr.8(4).187.
II fig. comparar c. ac. y dat. o πρός y ac. οὐκ ἀντιμετρήσῃς (sic) σεαυτὸν ἑταίρῳ Nil.M.79.1110A
contraponer ἡμᾶς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν Clem.Al.QDS 37, πρὸς δὲ τὸ τοῦ πράγματος ὕψος ἀ. τὸ ἀνθρώπινον Dion.Ar.EH M.3.393B.

German (Pape)

[Seite 255] dagegen abmessen, τινί Luc. amor. 19; vergelten, N.T.

French (Bailly abrégé)

ἀντιμετρῶ :
mesurer en échange, donner en compensation de, rembourser l'équivalent, τινι.
Étymologie: ἀντί, μετρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμετρέω:
1 воздавать той же мерой (τινι NT);
2 возмещать: τῷ θνήσκοντι τὸ τικτόμενον ἀ. Luc. восполнять число умирающих числом родившихся.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμετρέω: δίδω τι ὡς ἀποζημίωσιν, δίδω τι ὡς ἀντίσταθμον, ἡ φύσις τῷ θνήσκοντι τὸ τικτόμενον ἀντεμέτρησεν Λουκ. Ἔρωτ. 19: - Παθ., καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν, θὰ ἀποδοθῇ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 2, κ. Λουκ. ϛ΄, 38: - Ἐντεῦθεν -ησις, εως, ἡ, ἀνταπόδοσις, Νικηφ. Γρηγορ. τ. 1, σ. 173.

English (Strong)

from ἀντί and μετρέω; to mete in return: measure again.

English (Thayer)

ἀντιμέτρω: future passive ἀντιμετρηθήσομαι; to measure back, measure in return: L. marginal reading WH marginal reading μετρέω) (in a proverbial phrase, equivalent to to repay; Lucian, amor. c. 19).

Greek Monotonic

ἀντιμετρέω: μέλ. -ήσω, καταμετρώ με τη σειρά μου, δίνω ως αντιστάθμισμα, σε Λουκ. — Παθ., αποδίδομαι ως αντάλλαγμα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

to measure out in turn, to give in compensation, Luc.: Pass. to be measured in turn, NTest.

Chinese

原文音譯:¢ntimetršw 安提-姆特雷哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:交換-量
字義溯源:量還,償還,懲罰,交換,再量;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(μετρέω)=量)組成;而 (μετρέω)出自(μέτρον)*=分量)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 就必如此再量(1) 路6:38;
2) 再量給(1) 太7:2