ἐγκρατεύομαι
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
A exercise self-control, Arist.EE1223b12, LXX Ge. 43.31, 1 Ep.Cor.7.9; force oneself to do a thing, LXX 1 Ki.13.12; starve oneself, Vett.Val.127.20 (cf. ἀποκαρτερεῖν).
II to be a member of the Encratite sect, Anatolian Studies 87 (Phrygia).
Spanish (DGE)
I 1dominarse, controlar los propios impulsos ἐγκρατεύεται δ' ὅταν πράττῃ παρὰ τὴν ἐπιθυμίαν κατὰ τὸν λογισμόν Arist.EE 1223b12, cf. 1224b16, Asp.in EN 132.30, LXX 1Re.13.12, para no manifestar los sentimientos, LXX Ge.43.31, ref. prob. a una seguidora de los encratitas MAMA 1.175a.4 (Laodicea Combusta IV d.C.)
•crist. practicar la abstinencia Hippol.Haer.9.23.2, en el terreno sexual εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν 1Ep.Cor.7.9
•c. gen. abstr. abstenerse de τοῦ ἥδεσθαι Alex.Aphr.in Top.260.16, βρωμάτων καὶ πάσης ἡδονῆς σαρκικῆς Amph.Exerc.308, tb. c. ἀπό y gen. ἀπὸ τῆς τῶν ἀλλοτρίων ἐπιθυμίας Gr.Nyss.Paup.1.94, τῶν ἀπὸ μονογαμίας ἐγκρατευομένων καὶ τῶν ἐν παρθενίᾳ διατελούντων de los sacerdotes, Epiph.Const.Haer.48.9.5.
2 ayunar Chrys.M.63.901
•dejarse morir de hambre αὐτόχειρες γίνονται ... ἐγκρατευόμενοι Vett.Val.121.10.
German (Pape)
[Seite 710] ein ἐγκρατής, enthaltsam, mäßig sein, sich selbst beherrschen, Arist. eth. eud. 2, 7, 6; Sp.; N.T.; τινός, Clem. Al.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκρᾰτεύομαι: владеть собой, быть воздержным (ἐγκρατεύεται ὅταν πράττῃ παρὰ τὴν ἐπιθυμίαν κατὰ τὸν λογισμόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρᾰτεύομαι: ἀποθ., ἀσκῶ ἐγκράτειαν, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 7, 6.
English (Strong)
middle voice from ἐγκρατής; to exercise self-restraint (in diet and chastity): can(-not) contain, be temperate.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3); depon, middle; to be self-controlled, continent (ἐγκρατής); to exhibit self-government, conduct oneself temperately: (used absolutely in τῇ γλώσσῃ, πάντα, in everything, every way, οὐκ ἐγκρατεύεσθαι, said of those who cannot curb sexual desire, Aristotle, eth. Eudem. 2,7, p. 1223{b}, 13th edition, Bekker), yet its use is approved of by Phrynichus; cf. Lob. ad Phryn., p. 442; (Winer's Grammar, 25).
Greek Monolingual
και εγκρατεύω (AM ἐγκρατεύομαι
Μ και ἐγκρατεύω)
1. ασκώ εγκράτεια, είμαι εγκρατής, έχω αυτοκυριαρχία
2. απέχω από κάτι (τροφή, σωματικές ηδονές, ποτά κ.λπ.).
Chinese
原文音譯:™gkrateÚomai 恩格-克拉跳哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-握住 相當於: (אָפַק)
字義溯源:自制,自己禁止,戒絕,節制;源自(ἐγκρατής)=自持);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(κράτος)*=權力)組成
同源字:1) (ἐγκράτεια)節制 2) (ἐγκρατεύομαι)自制 3) (ἐγκρατής)自持 4) (κρατέω)用力氣,保持
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 節制(1) 林前9:25;
2) 自制(1) 林前7:9
French (New Testament)
être maître de soi ; se dominer
ἐγκρατής