ἐδαφίζω
English (LSJ)
A beat level and firm like a floor or beat level and firm like a pavement, Plb.6.33.6, Thphr. HP 9.3.1:—Pass., Id.CP4.8.2, Arist.Pr.934b10.
II provide with a floor, οἶκον IG11(2).158 A66 (iii B. C.), cf. BCH29.475.
III dash to the ground, LXX Ps.136(137).9, Ev.Luc.19.44.
Spanish (DGE)
I 1aplanar, allanar, nivelar el terreno, del suelo de la playa por efecto de las olas, Arist.Pr.934b16, τὸν περὶ τὴν σκηνὴν τόπον ἠδάφισαν Plb.6.33.6, cf. Thphr.HP 9.3.1, en v. pas. καθάπερ ἐδαφιζομένης τῆς γῆς Thphr.CP 4.8.2, cf. Arist.Pr.934b20
•preparar el suelo de, consolidar el suelo de, preparar el firme de, consolidar el firme de τὸ σφαιριστήριον καὶ τὰς στοὰς καὶ τὰς ἐξέδρας IG 11(2).199A.110 (III a.C.).
2 pavimentar, solar τὸν οἶκον τὸν Δήλιον IG 11(2).158A.66 (III a.C.), τὸ Διοσκούριον IG 11(2).199A.85 (III a.C.), τὸ πρόπυλον ID 354.62 (III a.C.), en v. pas. αἱ κυματωδέστεραι γαῖ στερραὶ γίνονται ... οὕτω σφόδρα ὥσπερ ἠδαφισμέναι Arist.Pr.934b10.
II sent. hostil
1 derribar, abatir ἠδάφισαν αὐτόν un cedro, LXX Ez.31.12, en v. pas. ὁ περιψηκτὸς ἐδαφίσθη χαμαί Melit.Pasch.187.
2 estrellar contra el suelo c. ac. de pers. ἐδαφιεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν LXX Ps.136.9, cf. Na.3.10, Eu.Luc.19.44, en v. pas. τὰ ὑποτίτθια αὐτῶν ἐδαφισθήσονται LXX Os.14.1.
3 asolar, arrasar de ciudad en v. pas. εἰς τὴν γῆν ἐδαφισθήσῃ LXX Is.3.26, πόλις ἠδαφισμένη Gr.Naz.M.35.744D
•fig. ἐδαφίζει τὴν ὀχυρότητα τῶν ἀρετῶν Nil.M.79.792B, en v. pas. τὴν ἀποστολικὴν παράδοσιν ἐδαφισθεῖσαν ἀφανισθῆναι Basil.Spir.25.12.
German (Pape)
[Seite 715] 11 ebnen u. festschlagen, zu einem Estrich machen, Pol. 6, 33, 6; Theophr. – 2) zu Boden werfen, LXX. u. Sp., auch = zerstören.
French (Bailly abrégé)
1 paver, garnir d'un pavé;
2 niveler au ras du sol ; raser, détruire de fond en comble.
Étymologie: ἔδαφος.
Russian (Dvoretsky)
ἐδᾰφίζω:
1 сравнивать с землей (τὸν περὶ τὴν σκηνὴν τόπον Polyb.; γαῖ ἐδαφισμέναι Arst.);
2 уничтожать, истреблять (τινά NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐδᾰφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἐξομαλύνω, ἰσοπεδῶ, κτυπῶ καὶ καθιστῶ στερεὸν τὸ ἔδαφος ὡς ἁλώνιον, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 3, 1: - Παθ., ὁ αὐτ. Αἰτ. Φυτ. 4. 8, 2. ΙΙ. κατεδαφίζω, καταρρίπτω εἰς τὸ ἔδαφος, Εὐαγγλ. κ. Λουκ. ιθ΄, 44, πρβλ. Ἑβδ. (Ψ. ρλϛ΄, 9).
English (Strong)
from ἔδαφος; to raze: lay even with the ground.
Greek Monolingual
(AM ἐδαφίζω) έδαφος
ισοπεδώνω, εξομαλύνω έδαφος ή δάπεδο
μσν.
κατεδαφίζω, γκρεμίζω.
Greek Monotonic
ἐδᾰφίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, ισοπεδώνω, εξομαλύνω το έδαφος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐδᾰφίζω,
to dash to the ground, NTest. [from ἔδᾰφος]
Chinese
原文音譯:™daf⋯zw 誒打非索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:水平 相當於: (נָטַשׁ) (נָפַץ) (רָטַשׁ)
字義溯源:摧毀,撞到地上,掃滅;源自(ἔδαφος)=基礎);而 (ἔδαφος)出自(ἑδραῖος)=坐定的),但 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 要掃滅(1) 路19:44