ὀδυνάω
English (LSJ)
aor. ὀδυνῆσαι Gal.10.853:—Pass., Phld.Lib.p.29 O.; 2sg. ὀδυνᾶσαι Ev.Luc.16.25: fut. ὀδυνηθήσομαι Gal.10.851, but ὀδυνήσομαι Men.325.16, TelesFr.2p.9H.: aor. ὠδυνήθην Ar.Ach.3:—cause one pain or suffering, τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ E.Hipp.247 (anap.), cf. Ar.Lys.164; οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας Id.Ec.928; μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Men.659:—Pass., feel pain, suffer pain, Democr.159, Hp.Epid.4.12, S.El.804, Ar.V.283,Ra.650, Pl.R. 583d, etc.; ἃ ὠδυνήθην the pains I suffered, Ar.Ach.3, cf.9; Ion.pres. ὀδυνέομαι Aret.SD 2.4.
German (Pape)
[Seite 294] Schmerz verursachen, betrüben; Eur. Hipp. 247; Ar. Lys. 164. – Häufiger im pass. u. med., bei Aesch. Ch. 368 zw. Conj.; ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη, betrübt, Soph. El. 794; Ar. Vesp. 283 u. öfter; u. in Prosa, οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, Plat. Phaedr. 251 d; καὶ ἀγανακτεῖν, Rep. VII, 515 e.
French (Bailly abrégé)
ὀδυνῶ :
f. ὀδυνήσω, ao. ὠδύνησα, pf. inus.
Pass. f. ὀδυνηθήσομαι, ao. ὠδυνήθην, pf. inus.
causer de la douleur, affliger, acc. ; Pass. (plus souv.) éprouver de la douleur physique ou morale, être affligé.
Étymologie: ὀδύνη.
Russian (Dvoretsky)
ὀδυνάω: причинять страдание, удручать, огорчать Eur., Arph.; pass. мучиться, страдать (ἐπὶ λόγῳ τινί NT): ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη Soph. охваченная болью и мукой.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνάω: ἀόρ. ὀδυνῆσαι Γαλην. ― Παθ., μεταγ. β΄ ἑνικ. ὀδυνᾶσαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 25· μέλλ. ὀδυνηθήσομαι Γαλην., ἀλλά, ὀδυνήσομαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 16, Τέλης παρὰ Στοβ. 1, σ. 158 Gaisf.· ἀόρ. ὠδυνήθην. Προξενῶ εἴς τινα πόνον ἢ λύπην, θλίβω, τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ Εὐρ. Ἱππ. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 164· οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 928· μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 113. ― Παθ., αἰσθάνομαι, ἔχω πόνον, Σοφ. Ἠλ. 804, Ἀριστοφ. Σφ. 283, Βάτρ. 650, Πλάτ. Πολ. 583D, κτλ.· ἃ ὠδυνήθην, τὰς ὀδύνας ἃς ὑπέστην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 3, πρβλ. 9· Ἰων. ἐνεστ. ὀδυνέομαι, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4.
English (Strong)
English (Thayer)
ὀδύνω: present indicative passive ὀδυνῶμαι; present indicative middle 2nd person singular ὀδυνᾶσαι (see κατακαυχάομαι), participle ὀδυνωμενος; (ὀδύνη); to cause intense pain; passive to be in anguish, be tormented: to torment or distress oneself (A. V. to sorrow), ἐπί τίνι, Aristophanes, Sophocles, Euripides, Plato, others; the Sept..)
Greek Monotonic
ὀδῠνάω: μέλ. -ήσω — Παθ., βʹ ενικ. ὀδυνᾶσαι, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ ὠδυνήθην,· προκαλώ σε κάποιον οδύνη ή συμφορά, στενοχωρώ, σε Ευρ. κ.λπ.· Παθ., αισθάνομαι πόνο, υποφέρω από πόνο, σε Σοφ., Αριστοφ.· ἃ ὠδυνήθην, οι πόνοι που υπέφερα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀδῠνάω, fut. -ήσω [Pass., 2nd sg. ὀδυνᾶσαι in NTest.]
to cause one pain or suffering, to distress, Eur., etc.:—Pass. to feel pain, suffer pain, Soph., Ar.; ἃ ὠδυνήθην the pains I suffered, Ar. ὀδύνη
Chinese
原文音譯:Ñdun£w 哦低那哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(成為)痛苦
字義溯源:傷心,受痛苦,痛苦;源自(ὀδύνη)=傷痛);而 (ὀδύνη)出自(δύνω)=落下), (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)。參讀 (θρηνέω)同義字
出現次數:總共(4);路(3);徒(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯傷心的(1) 徒20:38;
2) 我⋯受痛苦(1) 路16:24;
3) 受痛苦(1) 路16:25;
4) 傷心的(1) 路2:48