Πολιάς
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
Πολιάδος, ἡ, (πόλις) guardian of the city, epithet of Athena, especially in her oldest temple on the Acropolis of Athens, Hdt.5.82, S.Ph. 134, Ar.Av.828, IG12.304.6, etc. (Πολιτίδα is f.l. for Πολιάδα in Din. 1.64); simply ἡ Πολιάς, Luc.Pisc.21, etc.; in other Greek cities, Mnemos.57.208 (Argos, vi B.C., dat. πολιιάδι), IG12(7).386.43 (Amorgos), 12(8).640.37 (Peparethus), etc.; at Troezen, Paus.2.30.6; at Erythrae, Id.7.5.9:—so Πολιᾶτις, ιδος, at Tegea, Id.8.47.5.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
Poliade, càd protectrice de la ville (Athéna).
Étymologie: πόλις.
Greek (Liddell-Scott)
Πολιάς: -άδος, ἡ, (πόλις) ἡ τῆς πόλεως προστάτις, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς τῆς ἐν τῷ ἀρχαιοτάτῳ αὐτῆς ναῷ ἐν τῇ Ἀκροπόλει, κατὰ διαστολὴν ἀπὸ τῆς Ἀθ. Παρθένου καὶ Ἀθ. Προμάχου, Ἡρόδ. 5. 82, Σοφ. Φίλ. 134, Ἀριστοφ. Ὄρν. 828, κτλ.· ἁπλῶς ἡ Πολιάς, Λουκ. Ἁλιεὺς 21, κτλ.· πρβλ. Müller εἰς Αἰσχύλ. Εὐμεν. § 30, 67, n. 6, Wordsw. Athens κεφ. 17. Εἶχε τὸ αὐτὸ ὄνομα ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πόλεσιν, ἐν Τροιζῆνι, Παυσ. 2. 30, 6· ἐν Ἐρυθραῖς ὁ αὐτ. 7. 5, 9· οὕτω Πολιᾶτις, ιδος, ἐν Τεγέᾳ, ὁ αὐτ. 8. 47, 5· εὑρίσκομεν δὲ καὶ ἡ Ἀθηνᾶ ἡ πολῖτις παρὰ τῷ Δεινάρχῳ 98. 19. ― Ἴδε Η. G. Lolling ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 661 ἐν σημ. 4.
English (Slater)
Πολῐᾰς epithet of Athene,
1 guardian of cities ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων, ὅσα τε Πολιάδι (sc. Ἀπόλλων) (Pae. 6.89)
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(προσωνυμία της Αθηνάς) η προστάτιδα της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < πόλις + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. Παλλάς)].
Greek Monotonic
Πολιάς: -άδος, ἡ (πόλις), πολιούχος, προστάτης πόλης, επίθ. που χρησιμ. για την Αθηνά στον αρχαιότατο ναό της που βρισκόταν στην Ακρόπολη των Αθηνών· διακρίνεται από το Ἀθηνὰ Παρθένος, σε Ηρόδ., Σοφ.
Middle Liddell
Πολιάς, άδος, πόλις
guardian of the city, epithet of Athena in her oldest temple on the Acropolis of Athens, as distinguished from Ἀθ. Παρθένος, Hdt., Soph.
German (Pape)
άδος, ἡ, die Städtische, Stadtbeschützerin; bes. Beiname der Athene in Athen, Soph. Phil. 134, Ar. Av. 828, Her. 5.82 und sonst. S. πολιεύς.