αναχώννυμι

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

ἀναχώννυμι κ. ἀναχωννύω κ. ἀναχῶ (-όω) (Α)
(νεοελλ. και αναχώνω)
μσν.
1. (για τάφο) ανοίγω
2. ξεχώνω νεκρό, ξεθάβω
αρχ.
1. συσσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο
2. γεμίζω, επικαλύπτω με χώμα
3. θάβω νεκρό.